Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

<iframe src="https://docs.google.com/document/d/1f4yMxnsKLaHgt4CXC-7guqlWRpWW-yWUg9BW8icyiTM/pub?embedded=true"></iframe>https://docs.google.com/document/d/1f4yMxnsKLaHgt4CXC-7guqlWRpWW-yWUg9BW8icyiTM/pub



ΠΤΚΔ 1
Η ΚΕΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΙ ΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΕΥΛΑΒΩΣ ΑΠΟΔΟ(ΜΗ)ΘΕΙΣΑ ΚΑΙ, ΚΑΤΑ ΛΕΞΙΝ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΙΣΑ ΕΙΣ ΓΛΩΣΣΑΝ ΕΥΡΥΧΩΡΟΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟΚΑΘΑΡΕΟΥΣΑΝ.
Πόρρω των νυκτών.[1] Νυνί ουδέν, αλλοίμονο.[2] Περίλυπος η ψυχή του μέχρι ζωής.[3] Νηστικός και πεοπένης[4] πούπετα.[5] Ο ουραιωραίος[6] των ουραιωραίων, κι ο τελευτωντελευταίος[7] των μουνικανομοϊκανών,[8] με τους οφθαλμούς βαρείς. Τα εντερεντόσθιά[9] του γρουγουργούρισαν. Έλυσε το ζωνάρι των  σκελετοπερισκελίδων[10] του και το πανταλυμενοπανταλόνι[11] του μεσηστιώθηκε. Παραλίγο, κοιλιοκυρίες[12] μου και λυκοκύριοι,[13] θα ιουδαϊζοδιχαζόταν.[14] Με φτου και ελελέφ.[15] Τέλος ελελέφ. Ελελεφτελεία. Το εγνώριζε ουχί κατά τας γριφογραφάς[16] ο τελευτωντελευταίος των τελευταιωνελελέφ.[17] Μη μαριαμφοβούμενος[18] και ού πεινών ως οι μακάριοι.[19] Ουδέ φεύγειν την σύλληψίν του.  
Απαλά, ωσάν παλίμπαις, περιλυποπερίμενε[20] τον παδέρα[21] του από την δουλοδουλείαν[22] του ίνα τιμωρήσει[23] ταυτούλον.[24] Γρ.  Η οικειοκοιλία[25] του ασθενής και το οινόπνευμα απειροαπρόθυμον.[26] Τι κι’ άν κατά τας γραφάς δεσμευόταν.  Ηδύνατο λάθρα αποβιωσοβιώσας[27] αποδράναι.[28] Μα δεν ήθελε. Από την νεκρόπορτα. Τη σκάλα του μιλανεμιλάνου[29] των γαλέων και των δουλτσινεοδουλικών.[30] Κατόπιν στην τεράς[31] ενώπιος-ενωπίω   με το επουράνιο[32] τέρας, τον μέγα παπιοπίο[33]… Εάν είχε πιεί ολιγίστως  οίνον[34] εκ  Θεσελλάδος; Ή τουλάχιστον  έγλειφε[35] τον πατερελεήμονα; …  Φοιβοφλοισβοέφηβος[36] απροκαλυπταποκάλυψε[37] πρώτη φορά[38] σ’ Ε κ ε ί ν η πως θ’ απέθνησκε[39] χαρουμενοτζοϋσζόβενος[40] κι Ε κ ε ί ν η, κουνιστοπινακωτη[41] κουνιστοπινακωτή, σαν ενώτιοωτί[42] το διαπηρούνισε από τ’ άλλο της ωτί, μωροερωμένη[43] αηδιοαείδια[44] του κωκωκοσμιόκοσμου[45] ετουτουτοιούτου.[46] Πολύ μετά θυμήθηκε τα ρολογωραιολόγια[47] του μετά θυμού (κάτι την είχε σαλπιγγαγκίξει[48]), όταν κομπλεξτελείως[49]   τυχαία[50] δεν αυτοτελείωσε[51]  για ‘Κ ε ί ν η.  Αν είχε όμως αυτοκτονήσει;[52] Την πρωτοζωή[53] της θε ν’ απόσβηνε! Κι αποτότε η πεψοσκέψη[54] της για την εγωπραξία του έγινε πόθος[55] φλογερός και ζωαμίνη[56] για το μελλονμετέπειτα[57] κεφαλάντερόκουρικιουλούμ[58] της. Γρου.
Ποίει τας υποσχέσεις σου
Ίνα σε σέβονται
Κ ίνα κρατάς τας σχέσεις σου,
Ιδιαίτερα, νεκρύος.[59] 
Γέγραπται γρ.
Το πρίμο ασθμάσμα[60] μας  για την μπατιροπατρίδα[61] μας, το σκοντοσεγκόντο[62] στη θεά πρέπει και το τριτοτυρταίο[63] για την Ελένη.[64] Το τεταρταίο,  περίπτωση πενθοπρομελετημένη,[65] γνώθι αυτώ, — μακαριοκρατούντες[66]  μπροσχήματα[67] και ηρωισορροπία[68] προ του καινουργοκαιάδα.[69] Μπρος γκρεμός κι όπισθεν πρηξιμοποίησις.[70] Γρρ.
Τοκ-τοκ. Οπουθενά[71] θα κραξοκρούσουνε[72] και θ’ ανοιγήσεται[73]… εντόκως εκτόκως και επιταυτεπιτόκως.[74] Θα… Θα… Εκτός εάν ο φονοτηλέφωνος[75] λαλήσει ντριν. Κάτι τόσον θεασθαπίθανον[76]. Θα, θεόσντε[77] και καλά. Θα, δια τους παραπαραδίδοντας[78] ή τον δειγμενοπαραδιδόμενον;[79] Θα θέλουν ή θα θέλει να θέλουν; Μαραναθά.[80]  Τάλας εμαράθη,[81] Ελελευτελεύτα[82] ο ελελευτελευταίος.[83]  Άνοιξε το κολάρο[84] του και αερορούφηξε.[85] Μεμνομένουν[86] οι μελαινοαιδημονοειδήμονες[87] και οι μελιτομελετώντες.[88] Ο, «ο» φίλιος.[89] Φίλιος έδωκε εις φίλιον αγκαθόφυλλον[90] με φιλοφύλλον.[91] Στέφανον εκ φίλων και φίλιος εξ ακανθανθέων.[92]  Τουλιποτουλείπει.[93] Τη ζωή[94] να χάσει, τη γλυκιά ζωή,[95] παισπαιανοσάνευ[96] φιλωνίκης,[97] αλεκτωρικώς[98] Ο φιλών άλλον υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος.[99] Η πίστη σεσακκοσώνει[100] μουνονμόνον.[101] Πιχί, ο Αζώρ που σε γλειφοφιλεί[102] κι όχι η απιαστάπιστη[103] Ελενωλένη[104] που σε απαταγαπά[105] πουλιπολύ.[106] (σθένος αγάπης[107] των αγαποθανατοαμοίρων[108] μου[109] — γιατί δεν με πιστεύεις,[110] κρετινοπιστέ[111] μου).  Και μετά η πιστοχρέωσις: τούτο εστί το στρεμαστρωμαίμα[112] μου. Των πολλό-ι.[113] Ονειρορεύτηκε[114] όπως οι πολλό-ί. Σαράντα παρά μία ηττωνετών[115]ετωήττες όπως οι περιττοπερισσότερό-ι.[116] Ένοχοι ζωής είμαστε. Οι οινοχόοι του θανατοσατανά[117] θανατοθατουπούν[118]  βλασθήμιες,  θανατοθενατόν[119] πτύσουν, παριπαρειοχαστουκίσουν,[120] οι ενοχοπολλό-ι[121] τοις μετρητό-ις, οι δολιογλιτσοδουλό-ι.[122] Περιγελογέμων[123] λυπών… Προς τι; οσιοεφόσον[124] οι πληνσυνπλησίον[125] του τον υπερηγάπων. Συνπληνβολευτικώς.[126] Ή αζωροζωροαστρικώς,[127] φθινοφθάνει[128] να προχωροϋποχωροουρεί[129] η ζωηουί.[130] Συνπληναμφιβάλλουν[131] προ των πηλοπελωρίων[132] θεριοερωτηματικών.[133] Κι ως χαμαντρόποι,[134] τι το πιο ωραίον,[135] αλλαλάζουν, κι’ υστερικοϋστερώτερα[136] στιβάζουν ειδωλαέωλα[137] του θεοραταόρατου[138] τα συμβολοέμβολα,[139] κ ιδού: ουαουαί ουαουαί[140] τοις ηττημένοις[141] εναγεννήθη,[142] αμηνημίν,[143]  νεογναγνόν[144] πλασματάτσι, τερατάτσι, — γρρ…  Ο αγρός του ψεματαίματος.[145]
Κ α υ τ η σ Α υ τ ή ς,[146]  τι τι πώς και πούθε, τι να της ηχοεξηγήσει;[147]  Αυτή που κ’ ήθελε ποτέ να τον αφήσει να την αφήσει. Αν κι’ εγνώριζε πως τους συγχώριζε[148] το παρελθετωπαρελθον[149] τους. Το περιβολοπεριβάλλον[150] και η μαμαρίζα![151]  Τα δυο δαχτυλάδεια χωρίς κάτι.[152] Και έτσι μόνη επικοινωνία με σταλαγμιτοστιγμές[153] σουρουπαγγιγμάτων.[154]  Όπως τότε, τοτοτοί,[155] όταν κλαίγοντας μαζί , σε μια ψυχή, κατά την έκτρωσιν του χοιριδιοϊδιόχειρου[156] αυτών πληνβόλου[157] (του αθεράποντος[158] νίπτοντος τας χερομαχαίρας[159]  αυτού, και μετά γελολέγοντας[160] κατ’ ιδιανιδιωτείαν[161] εις αυτόν το αμαρτιαρτιθνησιγενές[162] άρρεν ήτο). Τι,τι ακαθαρτοκαθαρή[163] Τεφτεροδευτέρα![164] Πικνικεδείπνησαν[165] κλινηροκλαίγοντας.[166] Χαλβαδογιαβάς-χαλβαδογιαβάς.[167] Ηνδικός[168] της κι ηνδική του όσο πώποτε,[169] χωρίς  αιδωεδωκεκεί[170] κύμβαλα να τους ακομαπομακρυνοκρίνουν.[171] Δεν το περιλυποπερίμενε[172] του γελαγέλεγε[173] αλγειναργότερα,[174] τραγηματίζουσα,[175] εγώ, να τεχνασματογενήσω.[176] Του γελαγέλεγε υπερήφανα,[177] κουτοκοιτώντας,[178] μετά σου, τον τυποχτύπον[179] των κοιλιοήλων.[180] Μα πλέουσα εις το πελαγάγος[181]  της δεν ήθελε να συνουσιασθοσυνευρεθεί[182] τούμπαλιν δι έν  μικρόνιον[183]  αποστηματοδιάστημα.[184] Γρρ… Ποιος να τουτόλεγε κι αυτού πως εν καιρώ αναψύξεως[185] θα ρεύεται ωσάν να ήτο γαστρίμαργος  γεραιρογερνών[186] αμαρτιοθείος[187] … το γαρ γηρατοσγέρας[188] εστί θανοντοφθινόντων,[189] τούτο εγώ γεγονοσγιγνώσκω.[190] 
Γδουποπαιδός[191] αλάθειες[192] περιτουλοτυλιγμένες[193] με το ανετοανώτερον[194] των πληβόλων:[195] την σηματoσημαιομαίαν[196] που βυζογαλουχεί[197] γαλαγαληνοτατα-λαθηαληθηνότατα[198]  μπανταπάντα[199] τα Πενθοέθνη.[200] Διευθύνον σύμβολον, ανεύθυνα[201] πλήνβολα, στροβιλοτριβολοτριβελιζόμενα[202] μεσ’ την οδύνη βαλσοπάθους[203] ανά τους κυκεωνοαιώνας[204] των θεοαπατεονοαιώνων,[205] αμαναμήν.[206] Αυνανεωμένες[207] γενεές… και συ… τι τι παιφταίς[208] συ, καυτηκιαυτή, δεν παιφταίει καυτοσκιαυτός, ούτε καυτηκαίΚ ε ί ν η,[209] η κατηραμένη, η ερχομένη, δεν παιφταίει ‘Κ ε ί ν η, κιουτόμως[210] κι ο εαλωάλλος[211] που τον ναιμενενλάδωσαν[212]… Όλοι εθαύμασαν[213] ελαφρώς[214] ψελιζοελελίζοντες,[215]  περιλυποπεριμένουν[216] τον γριφοσυμβολαιογράφο.[217]
Και η θυσιοθηριοκυρία;[218]  Ελαφοθλιμμένα[219] βοαβοηθά[220] τον θύοντά μας. Ο μπαμπάσκουμ[221] τον μπεμπηκουμ[222] του: λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα μου.[223] Ηγγικενέγκυος[224] η ώρα  του νίψασθαι τους πόδας του. Ως αλιεύς ανωσήκωσε τα ρεβερζουάρ[225] του. Δια να είναι καθαρός όλος κατά την σύλληψίν του. Αφοδευσοδεύθη[226] προς καμπινέν, το πλυνοπλησιέστερον[227] αναχωρητοουρητήριον[228] των αντροπανθρώπων.[229] Ενωπίπιοι![230] Εμεταμετά,[231] η καθάρσιος[232] σταγειρήτειος[233] καθαίρεσις.  
Την κεφαλήν της στρόφιγγος τού μπιντέ  περιεστραμμένης[234] η υδρορρόη[235] εξωπετάχθη ως πιπιπηδοπίδαξ.[236] Μπεμπέ βα λαβέ σε πιε νταν λε λαβαμπό. Ο λε μπο μπεμπέ. Σελ, σελ, βα λε λαβέ, σε πιε λε μπεμπέ, κι σον σαλ.[237] Ο μπιντές επεπλήσθη.[238] Με πρόσωπο σοβαρό,[239] σκυφτοσκεφτόμενος,[240] έστρεφε το ρομπινέ σαν σε ιδεασμοσυνδυασμό[241] κιβωτοχρηματοκιβωτίου.[242] Προς τι η απώλεια αυτή; Λυπούμενος σφόδρα ενεβάπτισε το ακροπόδιον του λεκανένδον.[243] Κρρύο. Τις ο παραδούς[244] και ο συμβουτών[245] μετ’ αυτού;  Ο χαμωσιχαμένος[246]  πούς του… Συ είπας.
Οι τρίχες των κνησμοκνημών[247] του γλομπολάμπανε[248] ως αστράτσια της αλατοθαλάσσης.[249]  Και οι περιπατοπατούσες[250] του ρόζ πεντεντάφυλλα![251] Γρου, και το εσωρουχόν του; αηδές σι,[252] καθαρέον[253] νο. Ανόμως έμεσε γύρω-γύρω,[254] καθώς γρηγοροτρέχοντας[255] είχεν εμέσει,[256] μυξιάρικο[257] ακόμη, καταβροχθίζοντας[258] ένα ωραιοπελώριον[259] τσουρέκιον μετά βυτίου νεστλούχου,[260]  και εμεταμετά  μυξομούγκριζε[261] ολοκληροκουλουροκουλουριασμένος,[262] ίσως και να καθαροκατέρρεον[263] τα σωληνεντόθιά[264] του και η ψυχή του που χυνόταν[265] κάπως[266] να θεοσυλλογιζομαινόταν.[267] Γρρ. Ματαμόσχος.[268] 
Μούνικιν[269] τον αποκαλυψαποκάλεσε[270]   Ε κ ε ί ν η  πρώτη.[271] Το φκιασιδόνομά[272] τους έκτοτε. Και του χάιδευε, μ’ αχίλλειο πλυνοσυνήθεια[273] τας πτέρνας και τα ροζοδάχτυλά[274] του. Εξ ου κι η μήνις του να τα καλοπλένει[275] συνεχώς έτσι,[276] εναγωνίως  για την θεά να μην τα πιανινοπιάνει.[277] 
Αητοκουτοκοιτάχθηκε[278] στον θαυματοδιαδρομοκαθρέφτη.[279]  Όκουλοι[280] τσόρνια,[281] όκουλοι  βέρντι.[282] Ενελλαδάξ.[283] Κι’ όκουλι  γκραντιόζι.[284] Απ’ τα όκουλι βρεγμένος, που σπινθίζουν τρομερμένα[285]…  Ειδώλειον[286] των οφθαλμών του, ως η ψυχροψυχή[287] των τεράτων. Ναικαιπάλι[288]  Κ ε ί ν η  πρώτη του ειδωλολάτρεψε[289] τα  όρτσι.[290] (Σου ’παν ότσι είναι[291] βέρντι; — Ότσι!).  Βέρντε γιο τε κέρο, βέρντε![292] Ότσικτίρ.[293] Τον θαυματοδιαδρομοκαθρέφτη του καλού κ’ αγαθού ελελεύ. Πλην οι οφθαλμοανακαλύψεις[294] του καγαθού,  θειΕ κ ε ί ν η  χάριτι, πριν τον αφρισαφήσει[295] ενοφθαλμισμένο.[296]
Γρ. Καθρεφτορεύτηκε.[297] Τ’ αλλαζώα[298] εκτός του αντρόπου φέβονται.[299] Γαβ! Ναρκισοΐσως[300] λόγω οφθαλμικών οργάνων[301] ή επειδήναι[302] κατοπτροκατοπρέπει.[303]… ιντεμ[304]…  ίντε ότι ουντέν ίντεν.[305] Κουτοκοίταξε[306] τις ριτίντες[307] του. Αυτοερωτισμός[308]  και αυτοχειριασμός.[309] Μα τ’ αρχιδαρχεία ίδια[310] και των ιδεολωνόλων[311] και των κωλοπρωτοκόλλων.[312] Το αγαποαμορτισέρ[313] μας. Τις ει; Ο παραδιδούς αυτόν, είπε. Τις είπε; — Σύπας.[314] 
Εξωβγήκε[315] γυμνόπους[316] από τον καμπινέ, βηματίζων, ως τορεαντόρ[317] προ της ταυρομαχίας,[318] στο πέρασμα[319] των στεγνοστεναγμών.[320] Γρρ…  Αγραγρία[321] συνήθεια,[322] με αληθή ταυρομπέρτα.[323] Αληθής βία αρχαία.[324] Πάντοτε[325] προ του ταυροπραιτωρίου.[326] Σικ,  αισθησιοσεξουαλικώς.[327] Προ των ταύρων αμέσως μετά[328] ιδρωτοαναρωτιόσουν[329]… Ταυρομαχίες … Αλληλοφαγομάρες[330]  … Άλλοία κύμβαλα, κυμβαλίζοντα, μαλακυμβαλίζοντα,[331] κι’όχι τόσο για τους ταυρομαχομένους,[332]  όσο για τις καθαρματοκαρμενίτας,[333] καραμελοκαρμελίτας,[334] νιαουσινιορίτας,[335] τους  πρεζοπαριστάμενους,[336] τη ζωντοβολοχωροφυλακή[337] και την ηλιθιοεθνοφυλακή [338] και όλη  την εξοχώτατη[339] ποπουλαρία[340] —  που καστανιεταναστενάζει [341] σεξεξάλλως.[342] ΟΛΕ!
Και τ’ ονομαόλο[343] στο κορριντόρ[344] ήτο ταυρόντως[345] τορεαντόρ, ή
ταυράκι[346] τεθαράκοντα[347] ωρών; (Ή και τ’ αμφότερα, ή και τ’ αμφότερα); Ο ιλαροέλαφος  του τωραταυρομάχου[348] με τον ταυραύριο,[349] ή τανάπαλιν. Τρυγοτράγο[350] μυθοθυμίζει[351] χωρίς τρυγοτράγαινα. Αντινομίες. Τράγο και τραγόπουλο. Παρωνυμίες, όλοι μας ωμόμοιοι[352] κι ομοίες τω πατρί και τω υωυιώ[353] και τω αγίω γευματοπνεύματι.[354]  Τι έτι χρείαν έχετε μαρτύρων; Ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού. [355] 
Πέπερι![356] Σκοτοπρόσκοπος[357] στην εκκλησιοθεία,[358] πώς και ο αγοροναζωραίος[359] ναμουναμύνεται [360] σε σεξολεξοέξεις[361] φτουκακαπιπί[362] που ορμονορμούσαν[363] καθετακαταπάνω[364] του σαν σιχαμεροδιανοϊνδιάνοι;[365] Ο σκοτοπροσκοποπαντοκράτωρ[366] τον βληματοπροβλημάτιζε[367] κατάματα.[368] Βλέπετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε.[369] Μα κάτσε, τι να πεις σ’ ένα[370] τοσοδουλικοντίνο[371] προσκοτίνο;[372] Συ ο ερευνών νεφρούς και καρδίας, μα κι ο Σατάν δεν ερευνορωτά[373] καυτοσκιαυτός[374] για τα βοθραία μας; Θεήμαρτον[375] και πίπιφτουκακά![376] Κι η δίστομος ρομφαία να ριπτοΐπτατε[377] ως αητός τριχοτρικέφαλος[378] πάν’ απ’ τον εγκεφαλοφαλλό[379] του.  Ακουέτω κι ακουσάτω παραυτικαστοαυτί[380] τι λαλεί το Δέκα το Καλόν κι από το άλλο το αυτιαυτίκα[381] εισχωρεισανσεχωνί[382] το Δέκα το Κακόν. Συ το Α και το Ω. Μα εγωμεγαυτός;[383]  Ότσι[384] το «ο» μέγα,[385] μα το «ο», το τόοτσο-δουλικό.[386]
Ως νήπιος δούλος εν Χριστώ παρεπιδημοξερνούσε[387] ως Δάφνις επί χλόης[388] με την κεχαριτωμένη ξανθαφέλειά[389] του, κατά τας εντολάς του πατρός αυτού, και την νύχτα, άφες-άφες τους φωσφορεωσφόρους — θεοπαραμυθιαζόταν.[390] Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά. Πάντα τα σκορπιοσκορπούσε[391] δέ. Όπως ένα ταχυβραδυβράδυ,[392]  με τη Σωσάνα[393] στην σκάφη ολοτσίτσιδη, το ωραιοαγόρι[394] κλειδαροτρυποκοίταζε.[395] Ηδονηδύνατο[396] εξ ίσουιησού[397] ν’αγαποπαίζει[398] ους εώρακε και Ον εώρακε ουχί. Από καλοκαγαθεία.[399] Καθότι σκύμνος.  
Πλέον λέων, και τωραταυροορίζων[400] το ταυραύριον[401] της Θεσελλάδος. Θες Ελλάς θες Ελλήνων θες λεόντων (λεόντων λεόντων παμπολαπολλά[402]).  Σμερδαλεολέων[403] εις τον διάδρομον νηστικαλγών[404] τον βασιλικόν εξιλασμόν[405] του. Σκωπτολέων[406] μεταξάμεταξύ[407] σκυπτολεόντων.[408] Μεριμνοπεριμενομαινόμενος[409] την σκυλευσοσύλληψίν[410] του. Ο παρλαρολέων[411] και οι δεσποινιδομύς.[412]
Εμ εσείς, παρλέ, ποντικοκυρία,[413] ποντικοδεσποινίς[414] Ε κ ε ί ν η  αρουρωραία;[415] Που ήδη δις τον περιτάματε,[416] άλλως[417] ψυχαροπεριτομή[418] του εκάματε. Σεισωσγουρουνομίς[419] του καλοκοσμιόκοσμου[420] πώς και θα το ντροποεπιτρέψετε;[421] σκυλοβεβαίως[422] την τωρινήν συλληψίν του, σεισωσγουρονομίς την θωπειοποίαν[423] (βοήθει μου τη απιστία) την δικήν σας  μητεροϋμετέραν[424] παλαισύλληψιν  ντροποαπέτρεψε![425]  Δει δη κριμάτων… Ναι, ναι, πολύ πόνο[426] μου προκαλεί[427] ποιός;[428] Και χαμπέμους[429] και μπεμπέμους[430]…  Τούστριβε ο αφελαφαλλός[431] του με τους ασπασμοσπασμούς[432] που εξέπεμπε από μικρός. Θέ μου τι μυαλομοιχεία.[433] Όσοι κλαίγομεν ότι κοινωνίαν έχομεν μετά σου και εν σκότει περιπατούμεν, ψευδόμεθα και ου ποιούμεν την αλήθειαν.[434] 
Και  Ε κ ε ί ν η  καλά λίαν, μα Α υ τ ή , τι, τι θα εκίνει Α υ τ ή  που τον συγχωροδενσυγχώρεσε[435] να την συγχωροαφήσει[436]… Τι; Καρδιοκέρι[437] θα λαθανάψει[438] στην λαθεκκλησία[439] και θα λαθολάμψει.[440] Το λαθοπεψομεσήμερο[441] θα λαθαριστέψει[442] γυρευομαγειρεύοντας.[443] Τη λαθοδύση[444] λαθοσυνεμά,[445] μόνη σε μια αγωνιογωνία[446]  και το μεγαλολαθοσάββατο[447] σ’ ένα λαθονηψονησάκι[448] εντρομεκδρομή,[449] κι εκεί θα λαθοξαναλάμψει.[450] Λάπσους[451] φίλιοι. Και οι φίλιοι και οι ολιγοι ζώντες; Οι επιζώντες και μη συλληφθέντες ή οι συλληφθέντες και μη επιζώντες;… Οι φιλαφίλιοι[452] φίλιοι θα κλαψολάβουν[453]  την ελπιδολεπίδα[454] καληνυχτίζοντας,[455] με την εκθλιψοθλίψη[456] υπονομευοϋπομένοντες,[457] με την προσευχή καταροκαρτερούντες.[458] Ευλογείτε τους διώκοντας ημάς, ευλογείτε κι ας καταράσθε[459]… χαίρειν μετά χαζοχαιρόντων[460] και κλαίειν μετά λεοντοκλαιόντων.[461] Εις αλλά κλαιολέων[462]…  Ουτενασκανείς![463]  Ουτενασκανείς να του φονοτηλεφωνήσει.[464] Τόσα προγευματαπογεύματα[465]…  Ω ζωή[466] … Ω παγά[467] … Εγώ ζω[468] … Αγαποπήγαινε στον σατανά[469]…  τ’ απόγευμα[470]  ντεν τελεφονόν[471]… Χαίρε ραββί και κατεφίλησεν αυτόν.[472]
Χάϊδεψε τ’ αυτί του. Το λοβίον του. Η τέχνη μακρά.[473] Ανουσανυπεράσπιστος.[474] Αν κάποιος, κατά την σύλληψίν του, αφαιρούσε[475] ένα σκουλαρικοαυτάκι[476] εκ των αργυριοπαραδιδόντων[477] αυτόν εις τα αρχάς … ουδείς ο παραδούς … λαβετε μη φάγετε… Ωτοσκόπιον.
Ωτομφαλομητροφαλλοπρωκτοσκόπιο![478] ...   Οι γυμνογυναίκες[479] του πάν και πισωστρέφουν λεοντομιλώντας[480] για τον ουραιωραιοκούρο[481] τους, τον Άντζελο.[482] Αγελαδαρμαγεδών.[483] Κιόμωστίς,[484] εξεμέσων τις, ψυχογυμνογυμναστηστίς,  στην πάλη  ωμόστις, — η ανακουκλανακύκλωσις.[485] Τι ’ναι αυτό,[486] ποιες είναι,[487] όλες πού χρυσαλλιδοπάνε,[488] όλες χαρωπές,[489] και η μία ναναικουτότερη[490] της άλλης.
Κι’ έτσι ‘Κ ε ί ν η,  εκείνη την ημέρα[491] του γιαλίγο[492] για πάντα[493]  αντίο, δακρυχύνουσα, πήγε στον καλό και ουραιωραιοκούρο Άντζελό της. Τοκτοκτυπώντας[494] τα τακτακούνια[495] της αθυρμάθυμα,[496] δορκαδοκαρδιά[497] μπερδεμενοπληγωμένη,[498] χαιροευχόταν[499] ολόκορμα να τον εύρουν άθικτο.[500] Ζωντανό[501]  άθικτο ή τουλάχιστον πεθαμένον, αλλ’ άθικτο. Μαγειρεμενοκοτοσκέψη[502] δυσκοιλιοδυσκόλως[503] χεόμενη  στο φλασκί της.
                
                Κι όλ αυτά γιατί;
                Για ένα εν-τερντί.  
                Μάι σιν,[504]σκαντάλ
                Και κλειστό κανάλ.
Κι ο Άντζελός της, αυθάδης,[505] γυναίκα[506] ηδονή[507] και έρωτα – έρωτα, της ερωτομουρμούριζε:[508] είσαι η πιο όμορφη στον κόσμο[509]… Οι  ανανδράνδρες[510] είναι ντουροδούρειοι[511] ηπιοΐπποι[512]… βυζιά[513] μαλακά δεν πρέπει[514] να με πονάς[515] πάνω στον ανθό μου[516]   
Όχι κι άλλα δάκρυα  για γιουσουρουμοπράγματα[517] γιατί σγουραίνουν περουκοεπικίνδυνα![518]  (Άναντροι, απολαυστικοκλαψιάρηδες,[519]  θα θηλυμαίνονται[520] τας λυποπύλας[521] των θηλαινών[522]  δ’ ίδιοχρησίαν. – γιο και
γαμοσαγαπώ,[523]  θα πει λησμονοπλησμονώ.[524] Άρα υπαρχοζούμε.[525] Νυνι τίποτα.[526]  Ήγγιζε δε η εορτή των αζύμων η λεγομένη Πάσχα.[527]
Δωδώ[528] στον διάδρομο σαν άνεμος ανάριθμων[529] μπωφόρ την πολυπόθησε.[530] Μημή[531] όχι δ ω δ ώ,  αμάχη καρδιοχτύπι, και η, (ω!), μία παλαμημή[532] ν’ απλαπαλεύει βυζοδέσμια (ντροπή!), κι η παλαμάλλη να κυλοττοψαχουλεύει.[533] (Ντροπή!) Τρεμοστενάζουσα.[534] Τι ποδοχτύπι! Κ’ Ε κ ε ί  ν η   ναι-ενεδωσεναιδώ[535] μα υποόρους,[536] ναι ώιμή[537]  μα με προφύλακες.[538]  Τσεπόσκαψε ανασκολόψαξε[539]  παντού, κι Ε κ ε ί ν η  χαχαναρχίνησε[540] τα χα και χου, μαζοχαθώα.[541] Άφαντοι οι προφύλακες. Και χα και χου, — πλήρης ασυνουσία![542] Ανικανουποίηση.[543] Έκτοτε μεριμνούσε αγρεύων[544] στο ξέφωτο[545] τα κουτιά των, ίνα μη καποτοκάποτες[546] την ξαναγελασοσείσει.[547] Την κυνηγαγαπούσε.[548]
Τισουναιτί,[549] τισουναιτί ο άντροπος![550] Ένα λιλί[551] τού από μηχανής Θεοθεριού.[552] Το σώμα μας με τα μεμεμέλη[553] του: η γιογιοουτοπία[554]  με τα όργανα. Και αι αιματαρτηρίαι[555] και αι φλογοφλέβαι[556] μας (Θλαττοθραττοθλαττοθρατ)[557] οι παστραπαστραπτές[558] ρηχορροές μας. Το πνεύμα μας οργανοξίφους.[559] Κι ο εγκεφαλοφαλλός[560] μας , ο κομπιουτερέρως[561] π’ αρποπαίζει[562] ω την κάθε σας  επιμυθιοεπιθυμία,[563] την οποίαν εκπεμποδιαπομπεύουν[564] τα νευράκια σας, κυρίες μου,[565]  πεοσότου[566]  γαμησογεμισθήτε.[567] Πλην τω καιρώ  Ε κ ε ί ν η  δεν γαμησογεμίσθηκε.[568] Τισουναιτί, τισουναιτί ο άντροπος! Σκέπτομαι[569] τι δεν έχει        φευεφεύρει[570]  μέσα στους μιλιουναιώνες.[571] Και τι δεν έχει με κανονικάνει![572]  Εργαθεία[573] κι’ εμπυράς[574] και παπόρρους και υπερπάπυρους και ξεσκέπαστα[575] τουτού,[576] τανκς κι ελπιδοερπύστριες[577] και μνημεία[578] με αγλαοαγάλματα,[579]  ψευτοκοσμήμαματα[580] για τις μιγάδικες[581] γενειαδογενναδογενιές![582] Ω και τι ουρανοκτισματοκλύσματα[583] (παινεμενενέματα),[584] ζωογραφιοθείες,[585] και θειαγραφεία[586] σκελετών, καταρακτοσκατάδων,[587] κλαρινοκλανιών,[588] γυμνογυμναστήρια,[589] μπαλοχοροπηδηχτάδικα,[590] αφοδευτήρια, πουδραριστήρια,[591] χορευτήρια, ποθευτήρια,[592] σπινσουσπανσουάρ,[593] ουρητηροκαθετήρες, —  τσίιιχλες καραμέλες και τσιπς.
Εν τω διαδρόμω τούτω πέφθηκε, παιδοπαίζων[594] πίνγκ-πόνγκ εις σουβαντιπί, ως χαριτωμένος σκύμνος, να ενγριφωγράψει[595] μεταμυθιστόρημα[596] - ιλισσός, που να τα λεορέει[597] όλα. Γρ. τρομεροπαιζόπαιδο![598] Ούτε κάν μεταμυθιστοριματακιρυάκι![599] Ως οι τετανοτιτάνες[600] του πευμονοπνεύματος:[601] Μπαλζάκ, Τολστόι, Ξενόπουλος… τ’ αρωματορομάντζο[602]  μιας αποχοεποχής.[603] Σαγκαράκα-σακαράκα![604] Μανόν![605] Όλων των αποχοεποχών. Τ’ αρωματορομάντζο φυσούνα… — τ’ αρωμαροματομάντζο τσουτσούνα,  για μια γκούνα,[606] για μια Ελενωλένη.[607] Κ’  Ε κ ε ί ν η  μεριμνούσε  κ’ ετύρβαζε περί πολλά.
Κι’ Α υ τ ή  τι μιατιμία[608] και τι αξία εστί![609] Παριπατούσα  μούνη[610] νυν, καλντεριμοέρημη[611] σε μια νησίδα αφελασφαλείας[612] λαγναγνοώντας[613] την μοναξία[614] της  ή τι την άφησε να τον άφήσει, — ποιόν; μήτε καυτοκιαυτό[615] το σάφησε[616]… Ίσως ν’ αποσαφήνιζε τον μισό, μισό μισού, μισώντας τα μισά που δεν εσάφησε. Κι έτσι μουνήρης[617] όπως πάντα. Α λάθη. Η μοναξία μας χαραζετοχαρίζεται[618] όταν ο τις που εορτορωτεύτηκες[619] σε αποφυσησαφήσει,[620] μέχρι ονέος τις σε πλησιάσει. Τις τις;  Το δαιμόνιον.[621] Όπου γαρ εάν η το πτώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί.[622]
Λυμενοπεριμένοντας[623] το αητούλι του, ακούγοντας[624]  τις πτερυγοκραυγαυγές[625] του πουλιπολυούχου[626] της Θεσέλλας: Φοινικονενικήκαμεν,[627] φοινικονενικήκαμεν… Χωρίς ηλιασωσοναυτόν[628] κ’ούτ’ έναν[629] ιδιοχρηστοχρήστο[630] πυροπροδότην,[631] να τον χαιρεραββιχαιρετίσει[632] καταφιλώντας τον… Μοναχοαητός προ των πυλών, και το παλιθνήσκον[633] παλιερθονπαρελθόν, [634] ωθωποθών[635]  θανήν αιώνιον.
II
Προ των πυλολυπών.[636] Ανοίγοντας δρόμο από τη μήτρα. Αγκούπεπε.[637] Γρρ.  Μόσχος ασίτευτος.[638] Αμ… αμ…[639] Η πρωτητούτη φρούτη[640] γλειφωλέξη[641] του. Τουρκοαπρεπώς  και μοιχοφρυδοφροϋιδικώς.[642] «Μουνομάμ.»[643] Μ’ όλη τη μουνοσυνουσιοσημασία[644] της γλειφωλέξεως. Εντροποντροπή.[645] Εν αρχή δη,[646] ο σεξολόγος, ο πεΐατρος.[647] «Αμ», και μετά: μαμ, και μπαμ, μαμάμ και μπαμπάμ. Θεέ μου.[648] Ένα  άσπρο φρατζολάκι μωράκι.[649] Κι η μαμή[650] τουνελέλεγε,[651] στη μωροτόκο:[652] χαίρε ευλογημένη συ εν γυναξί,[653] ο μωρομοιραιωραίος[654] σου αββασαδώρος[655] θεναγένει[656]  και της πρεβείας[657] αυτού ουκ έσται τέλος. Και το παιδίον ηύξανε και κρεατωνόταν,[658] με πνεύμα σοφίας πληρούμενο. Εγδερνοκηδοκυβέρναγε,[659] τω καιρώ εκείνω, ο μεγαλογελοίος[660] κυβερνητοκηδογδάρτης,[661] ο υπό του λαού επωαζονομαζόμενος:[662] εσχατοσκατόψυχος.[663] Και η θεσελλαδική γραία, με τη νεολαία[664] της μπροσταπισωπήγαινε[665] των αριοπάγων[666] τηκωμενοκωλωμένων.[667] Και το γαρ μόττο του μωρωλογούντος[668] λαού  μια κλούβια ντάτα[669] του ουσταυγούστου[670] βρωμεροτετάρτη,[671] μεταξυμεταξά[672] επαράτου και τουλιόντα.[673]
Και  Ε κ ε ί ν η όχι ακόμη γεννημένη,[674] παρθένα άτακτη να γενεί. (Ούτε  ΄      Α υ τ  ή, η χαριτοβρυτοτοξότης[675] — τι όμως να τοξοξεύρει:[676])  Η υμενοπάρθενος, που πεόπρεπε[677]  να γυναικογίνει[678] αντροαντεροβγάλτρα,[679]  παιζοπουτσοπνίχτρα[680], ασκουμένη παναΐα,[681] και ωραία και εταίρακλπ[682] που — μ’ αυτό είναι μια άλλη Τροίοϊστορία[683] — θα παρθενόσπερνε[684] ποδολόγυρά[685] της νεοπτολεμολαιμοπολεμους.[686] Γρρ.  (Οι τρισχάριτες, οι τρισαγιομάγοι, το τριαδοάδειον[687], η μαγειοαγία [688] τριάς,[689] τρικολόρε, εντιοτρία,[690] εντιοτρία, εντοτρία… Εν αρχή ην το τοτρία.[691] Το τρία, ή το εγωηναμήν;[692] Η κοκοτακότα[693] ή το ωονόν;[694] Εγωκιαυτοκαισύ[695] εις πάντας τους αιώνας. ΑΜ[696] ήν, Α.Μ.[697] ήν, αμήν). Αμ,  Α υ τ ή ,  ανεμωναμόνη[698] να τοξευειξεύρει όμως τι;
Και συ κρεατούμενον[699] αγοριαγγούριον[700] που μοναχοπαραμόνευες,[701] από τις μπαλκονονίστρες[702] σου  και του θεουρανού[703] τις θεαταράτσες[704]  των άλλων τα μπαλκονοκόσμια[705], τα τριχωτά αγυιόπαιδα[706] να ποδοπαίζουν[707] στην ανάσφαλτο[708] , κρατώντας τσίλιες[709] για ξινό[710] αστειοαστυνόμο.[711] Από κάτω, οι αδελφοφίνοι[712] να χαζοκαγχάζουν[713] μαραζιόζοντες,[714] ανωκάτω στα στηθαία,  βυζοβίκιαπεναντίας[715] τοις μπαλονομπαλκονίοις[716] των Λιλιδρωμενομποουτίων[717]. Κι από πάνω η πανύψωλη[718] Ροδούλα, με μπαμτρελελέ[719] κ’ ελιαελαδές[720] στο μακροπηγουνό της. Μετριασυμμαθήτριά[721] του τότε στο δημιοδημοτικό.[722]
Επταετής.[723] Και η εκθεσοεκθείασίς[724] του περί των θειοαγαθών[725] του τσεπώματος[726] βαρβαροβραβεύθηκε.[727] Και αγορεύει βέβηλα, κι επιστέλλει[728] την αστραποζωή[729] του με την Ε.Β.Α.[730] του. Κι ο πατεροδάρτης[731] τού λαού του παινεψοέγραψε[732] αλογογράφοντας[733] αυτός ο ίδιος. — Αν δεν μίμουν,[734] ω τιμήμουν τι αλίμου[735] θεναήμουν.[736]
(Τι, τι, Τοξέυτρα μου  τι αλί σου θε να ήσουν; Και συ αειπορνοπαρθενονένα[737] μου τι αλί μου θεναήσουν!).
Κι ο εφταετούλης;[738] Σχολειοσκολιωμένος,[739] μετά της  δενοδέουσης[740]  αντισυλληπτικότητος[741] πυτιριδιασμένων[742] γενειογεννάδων,[743] ονειρωξονειρευόταν[744] Μεγαλέξιους,[745] Περικλοκλέη,[746] και μετά Μεθοθεμιστοκλεοκλέη.[747] Πεθαινενάταν[748] ένας Θυσιοθησέας,[749] ένας Μειραξλής,[750] ένας Προμηθεοπρομηθευτής.[751] Πρωτύτερα Ποσαϊδωνποσειδών,[752] Ένας Δεοσδίας.[753] Πρωτύτερα: Χωροχρονοκρόνος.[754] Μα παντοτεντονώτατα[755] και ορθοδοξόχρονα:[756] Θεσσαλέλλην[757] εθνοχριστιανός,[758] ή το πολύ Ναζωροεβραίος,[759] και νουνεχοσυνεχώς[760] εθνομυαλωμένος.[761] (Εθνούχος[762] πηδοποιητής,[763] πενθοεθνούχος[764] χηρασήρωας,[765] μέγας ευγευεργέτης[766]). Και κουτοκοιτούσε[767] μ’ εθνούχα[768] δεμεμενοπαλιγγενεσία[769]  τον εθνοφαλλόν[770] του,  εθνουχιζόμενος[771] αιδοία[772] του Παριπειραιώς[773] — ου μην αλλαλί,[774] ο Πάρις Τουρκοτρώας[775] ήν, κι όχι Θεσέλλην, γιαυτογιαόλα[776] τόσον  ευτρωτοευάλωτος.[777]
Εθνοθυμάται [778] την παππουθανήν[779] τού μητραμητρόθεν[780] παπούα του που τον θεοπαμύθιαζε[781] με βουλγαροκτονοκτήνη[782] και καραμελοκυριοκαμελίας.[783] Οι συγγενογουνείς[784] κηδόμενοι αυτού ως κηδεμόνες τού κηδίστου,[785] δεν τον άφησαν να έλθει στο κρυονεκροταφείο.[786] Για να μείνει αυτός με την υπερυπερεσία,[787] ο τετραετησαρίων[788] και η υπέρτροφος τροφός Σωσάνη, και για να μην πλοηγοπληγώνει[789] την ψυχουλοδούλα[790] του. Και παρκεκαθησανέθυσαν[791] και παιλαιψάστραψαν[792]  και χνουδοπαιχνίδισαν[793] αφελέστατα, ένεκα του γελασθήναι.[794]  Οι δε περιλυποπεριλειπόμενοι[795] καφεκονιακωμένοι[796] και σπίτι αφεντοβρεφοβρεθέντες,[797] και κακούσαντες[798] τους μάλωσαν για τα γέλια τους. Προς τι; Είπε σ’ αυτούς ο τετλαετής.[799] Δεν τραγουδά ο παπούας[800] του που ήταν στον παπουαπαράδεισο;[801]  (χαρουά,[802] χαρουά, χαρουά)! Κ’ οι συγγενογουνείς απόρησαν, ο δε πατήρ αυτού, διετήρησε πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτού.[803]
Ο 7ος Νάνος, το λιγολογοτεχνικό[804] πρόωρο[805] ψευτώνυμο[806] στη Διαθλοδιάπλαση[807] των παμπαίδων. Το πιερότο πήδημα απορρίψασπλέον.[808]  Ενώ στ’ άυτί,[809]μιας συμτρομετριοσυμμαθητρίας[810] του, βιομηχάνου κόρης, που εκκρεμοκρεμώντανε[811] βρωμοκιτρινίλες[812] με ενώτια, βαρβαρορεύτηκε[813] και μετά πλουσίων αιωνόνων,[814] ανκιασχέτως[815] κι όλο ήτον ανθολογιοκλοπή[816]  καταχρηστικοχριστοκατηχητικού[817] περιόδου.
Γρρρ. Ονειρορεύεται[818] κι εθνοθυμάται.[819] Αλαχαλλόμως,[820] ουτιδανοσουδείς[821] τον ομιλιοσυναγωνιζόταν[822] εις την παπαδογελοιαπαγγελίαν.[823] Ένας λοχαγογιός[824] λυποαταχτολιποτάχτησε[825]…  Η θηριόζα[826] μητεροτέρας[827] που αγνοεί το κανακαροκαναρίνι[828] της, εθνοπενθοκαπηλικώτατα.[829] Χηρωνχειροκροτήματα.[830] Της αδικής[831] του μαδερμητέρας[832], να ακροάται πλήρης δακρύων.[833]
(Θεσελλάδα. Καφεψείονκαφενείον[834] ολυνυκτίων εφημεριδοΐδιων.[835] Το μωροωραίον βυζαινονελλασχωρίον.[836] Δικαστεσαστείοι,[837] πληνηγόροι,[838] οιστροστρατηλάτες,[839] παθολογολόγιοι,[840]  εμιγκρεδογέρονιες[841] παλινοστούντες,[842] κιόλοι[843]-κιόλοι, επεσονέπαιζον[844] υπέρ πατριδοπαρτίδος[845]).
Κι ο μικροκρέος,[846] θαυμάζει[847] των μεγακάλων[848] την σχολειοσκολίωση,[849] μουμιομιμούμενος [850] παιδάξια[851] τις γεροντοχειρονομίες[852] τους,  αναγνώθοντας[853] με μανία Βουκεφάλες, και υστερικοϊστορίες[854] μ’ αιμαμαρτίες,[855] κι’ αλητισμοαθλητισμό,[856]  δια το νουτουκαιτοσώμα,[857] πατριοπροετοιμαζόμενος[858] δια το θησαυροθυσιοαύριόν[859] του.
Συμπαραθέριζον δε, τω καιρώ εκείνω, και απατοπεριεπάτουν[860] μετ’ αυτού, ασχημοχυμώδεις[861] νιοντοκόρες[862] κι ένας σπαρτιατοάρτιος[863] δημιοδημογράφος[864] και βουνογουνογνήσιος[865] πηγοποιητής,[866] ομηροήρωας[867] μετέπτα,[868] και αιξεκτούτου[869] σφαιροκυλισθείς.[870]
                        
Στη χαριτόβρυτή μου  Ατθίδα[871]
Εγώ, ο Σπαρτιάτης, τάδε γράφω:
Ευμορφώτερη δεν είδα…
Θα το κράζω ως τον τάφο.
Και η αγαπομορφώτερη[872] χαμογελούσε[873] χηνοχαχανίζοντας[874] στον ευρωτοευρύτατο[875] κρουσταλοπηγοποιητή.[876] Και ο μέλλων μηνύων Σεξέκτωρ,[877] χάιδευε την πτέρνην μιας κατσικοδελφινοεξαδέλφης[878] του, ωσάν αυτιοκατσίκι[879] αιγοαιγιοπελαγίτικο.[880] 
Ωχουωραίον[881] χωριουδάκι, αγιογραφιώτικο,[882] σπονδυλάκι αρθροκυρίαρχον[883] του Πενθοέθνους. Σσσσσφύρα, ορέΓιάννη να γένεις Τζώναρος, να διείς ρεστωρανπροκοπή,[884] και να γερνογυρίσεις[885] με κυνηγοδολαριοποδάγρα[886] στο χωριό[887] σου!
Και ο Μπούλης πρόκοβε εν σοφία ηλικία και χάριτι.  «Μαργούλα Μαργώ».[888] Στον κληρωνοκλήδονα[889]  για τις εμετοεξετάσεις.[890] Δευτεροπαρουσία γουνέων. Και τ’ απρόγευμα[891] τέιον ομορφοτέιον[892] στο σπίτι[893] ενός κοτσιδοκοριτσακίου.[894] Κι εθαύμαζαν πάντες την περίσσειαν της χάριτός του, δια τους αυτοσχεδιοπαιδισμούς[895] του.  Ο μικρός[896] έχει ταλέντο[897] α λα[898] Σουρή,[899] διαλόγησε[900] μία κυλία,[901] ποθοθωπευοντάς[902] τον. — Έα, τι ημίν και σοισόι;[903] … (τι το κενοκοινόν[904] εσού και της Εκάβης;) Εκλανοκλαιγε[905] με το πικροπαραμικρό.[906]  Φοβούμαι ότι αυτό το παιδί[907] θα γίνει[908] μεγάλος[909] μαλαρμέ[910] στη ζωή.[911] Μακαβριοαυριομακάριοι[912] οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε. [913]
Κι ο επαρχιακορχικός[914] θεαθείασος,[915] με τ’ απλωμενοπλυμένα απλυμενοάπλυτα[916] πεσαπέξω[917] του, κι η ξανθογκρίζα[918] πριμαντοναήδόνα[919] του  με τις ομορφομπλέ[920]  τσιμπλοβλεφαρίδες[921] της — ύπαγε οπίσω μου Σατανά, και έξελθε ω, κακόν τελώνειον! Κι ο γιούδας τού τελειοτελώνη[922] να γλείφεται, σαλιωνονελεώντας[923] τις νυχτοθείες[924] λαθραθώα,[925] μια-μία τις φοκοφώτο[926] μοντάζ της, καυτοαυτοϊκανοποιούμενος.[927] Στο σουαρέ[928] ο Ντιμιτράκης ήτο μόνος και ονειρευόμενος[929]…  
Κ’ Ε κ ε ί ν η  πουτούλεγε πως ποτέ της δεν συννουναισθάνθηκε[930] τσουούτως.[931] Μουν’ νυν ένοιωθε μόλις τ’ είναι αραποκαταραγάπη,[932] (Ερωταγαπώ [933] — κολομβοσκέφτηκε[934] — σημαιμαίνει[935]: ερωταγαπιέμαι[936] λιγωνομελιγώτερα·[937] θεοθυσία[938]). Παναδαής,[939] πρωτοχειλοφιληθείσα,[940] ετρομοκρατήθη,[941] δια το κρινοκριθήναι[942] και το φιλογκάστρωμα.[943] Εντροπηντροπή.[944] Κουτομετά από τις σινεσυμμαθήτριες,[945] μα και από τη μαμά[946] μαμαέμαθε[947] την ολαλάθεια.[948] Και την αγγελιαγγελική[949] ελγινογύμνια[950] τους, τη θαύμαζε, αδυνατούσα πώς να το πιστέψει. Και οι γαρ αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι.[951]
Καυτή Α υ τ ή , τούπε τίποτα,[952] τιποτότατα. Τον ερωταγαπούσε απορημενορευομένη.[953] Καυτός αυτός, τι τι να της ατοποπεί;[954] Αγαποπεθάνω[955] να πεθαίνω.[956]
                
                Δει τον ποιητήν πονείν
                Και αναχωρείν το νυν.
Τεσσερακαικονταετοηττων.[957] Γρρρ.  Φοιβοφλοισβοπροέφηβος[958] στον αιμαφονοπόλεμο [959] φοβότανε[960] το τελελέφ, άνοιξη. Σ’ αμπρί ουτεναμήνα,[961] με τη Ροδούλα ομορφούλα,[962] με τα βυζιά[963] της να εξέχουνε[964] με προσκλησοπρόκληση.[965] Μπαμπούμ, μπαμπούμ. Προεαμετοιμασία.[966] Δηναμοαντίσταση.[967] Κι  η τοσοδουλαδούλα[968] εφημεριδομαρίδα[969] αντιστάσεως:[970] Θεσέλληνες μυαλωθειτενωθείτε·[971] Θεσελλάς των πέντε παπυροηπείρων,[972] νουσνύν[973] υπέρ ποντωνπάντων[974] ο αγχαγών.[975] Και μια μικραγγελισαγγλίς [976] τον πρόσεξε μεταβαϊωνμπαίνοντα[977] εντός καυτοκινήτου,[978] κι εκείνος εκοκκίνησε[979] ως πιπεροπροδότης.[980] Ασθμάσμα[981] αυτοκινηταυτοκτονίας,[982] το βλημαβλέμμα[983] τής ωραιοτελευταίας[984] Βαβυλωαλβιώνος.[985]
                Ποτέ του δεν τον εγκατέλειψε η τύψη
                Που του τυχ’ έν’ απόγευμα να σκύψει
                Για νά ’μπει σ’ ένα ξένο αυτοκίνητο
                Ενώ μία αγγλίς με βλέμμ’ ακίνητο
                Του θύμιζε πως ο λάος του επεινούσε
                Ενώ αργά το τζιπ εξεκινούσε.
Αγχοαξιοπρέπεια,[986] μετ’ αντιστάσεως, πλήρους[987] ψυχοστυψιμοτύψεων.[988]
Τας συμβουλοβολάς[989] που ενεδιδέδινε[990] αλγωναργότερα.[991] Στο ντιβάνι της, μοναδική,[992] ενώ άφες  Ε κ ε ί ν η ς  σπονδυλική στήλη,[993] σιγανοψιθύριζε,[994] πώς δεν πρέπει να πηγαίνει[995] στο ξενοδοχείο[996] με τους  ντιοθείους[997] ιταλιάνους, μάμα μία άδικο,[998] κι ας ήταν με την φιλεναδίτσα[999] της.[1000] Και μη λέγοντας πια άλλα, το αριστερό του χέρι[1001] ακουμπούσε τη σπάλλα. Ιταλιάνοι όλοι ναπολιτάνοι, σκαμπρόζοι, σκανταλιάρηδες[1002] τη συμβουλοβόλευε.[1003] Πρωτανώτα[1004] υπνοτέντωσε,[1005] και μετά όχι πιά παρθένα.[1006] Κ’  Ε κ ε ί ν η, ματοστριφογυρίζοντας,[1007] τον ακουοσκούνταγε,[1008] μα τίποτα[1009] δεν έστρεφε και τίποτα δεν εκίνει.
Πρώτος την ονομοιονόμασε[1010] «Ε κ ε ί ν η», ο καθηγηταγορητής[1011] της των Νεαρών,[1012] σ’ ένα πιομαποίημά[1013] του, που της το ’χωσέχυσε[1014] στο τετράδιον[1015] μέσα. Ο τίτλος; σκατασκέτα[1016] σ’ Ε κ ε ί ν η.
                        
Ω, Θε μου, ας είχα,
                        Σ’ ένα βιβλίο
Και μια σου τρίχα!
                        Τα ματια κλείω.
                        
                        Κόρη φλογάτη
                        Μη μου κακιώνεις,
                        Θα σου πω κάτι:
                        Αχ, με πληγώνεις!
                        Ωσαν πατέρας
                        Να σ’ αγκαλιάσω,
                        Μη με πεις τέρας.
                        Ωχ, τα φιλιά σου!
                        Ναι, δεν κοιμάμαι
                        Όλα τα βράδυα,
                        Και σε θυμάμαι,
                        Με χέρια άδεια…
Πιωμαποίημα, της πινωνεποίει[1017] φεύγοντας[1018] αυτός, μ’ εμετοέντονη[1019] την επίδραση[1020] της παλαμίας.[1021] Ζουλουζήλιες,[1022] ενόμιζε ’Κ ε ί ν η, ρουφώντας τα εκατό πιωματοποιήματά του, που της χεροχάρισε[1023] εν όλω. (Ουδείς πιών[1024] παλαιόν, ευθέως θέλει νέον)[1025]. Το τελελευταίο[1026] του της το εφηβαιόχυσε,[1027] ελελελεύτερα.[1028]
                Τ’ είναι η ζωή; μια πράσινη σπορά·
                Και συ… ένα σπασμός… σπαρτάρισμα,
                Μέσ’ τα ασπηρούνιστα ζεστα σπαρτά…
                Ωραία σα σπαρτιαάτισσα μικρά,
                Έλα να σπαρταρίσουμε μαζί…
                Κι ο σπόρος μας θα σπείρη
                Το ομορφότερο σπυρί.
Τιτλοφορημένο[1029]   «Ντούμ σπείρω σπέρνω»,[1030] δειλοδιφορούμενα.[1031]
Κι  Α υ τ ή,  τι εννούκανε[1032] Αυτή; Α υ τ ή ’χε από έναν καθηγηταγορητή της των μαθητριοφυσικών[1033] (κι όπως του δειλοδιηγήθηκε[1034]), που την συμβουλοβόλευε[1035] να ’ναι νορμαλική,[1036] χωρίς νευροακράτεια·[1037] καυτή  Α υ τ  ή,  επαναστατοσηκωθείσα,[1038] τον χαστουκοτουφέκισε[1039] αποβληθείσα. Κι έκτοτε μετάλλαζε[1040] σχολεία σαν κασκόλ.[1041] Κι αποβυζομυζούσε[1042] τα πιωματοποιήματα του εθνοθείου[1043] της για τη Θεσελλαδίτσα και το αχουροχωριουδάκι[1044] κι όλη την μαλακοπαλλακεία[1045] του ως σακχαρουχοκρίνο[1046] νουνού. Και τας Κερικυριακάς,[1047] παγωνοπάγαινε[1048] στην εκλυσοεκκλησία[1049] να κυριελεησονελεηθεί[1050] μα μετ’ αμετανοητανοήτων[1051] κηριοκυρίων[1052] αγιοπαγίας[1053] κενοκρανοκοινωνίας,[1054] φοβουμένη το μικρόν ποίμνιον.[1055]
Παλιριγησογύρισε.[1056] Ταβανόθεν[1057] απαιδοάπας[1058] ο ουρανός.  Ανεώχθη δε το στόμα αυτού παραχρήμα, και η γλώσσα αυτού κι ελάλει ευλογών τον Θεορατοναορατονθεόν.[1059]  Πάλαι – ποτέ·  τώρα – ποτέ, χεροπροσευχόμενος[1060] δια την επαναστησανάστασιν[1061]  των νεκροκρύων αιματαναιτίως.[1062]
Και η ονειροσονάτα[1063]  του Κρώυτσερ,[1064] ελλαδοεναλλάξ[1065] με το πονγκ πινγκ, του εγκρατοκρατούσε[1066] συντροφιοθεία[1067] τις αωρώρες[1068] που δεν ουροθεωρούσε,[1069] του αμέλανος[1070] ζωμού βαριδοβαρύνοντος[1071] τους ωσανόρχεις[1072] του. (Ντου γιου μπιλίβ ιν λάβ;[1073] Ερωτερώτησε[1074] αλγειναργότερα μια αγγελαγγλίδα[1075] ζουμεροδίς.[1076] – γουελ γουέλ…[1077] Μα πριν καλομιλήσει[1078] τρίς αυτός, η μικρομοιραία[1079] αγγελαγγλίς  επήγαινε  στη γλυκεία πατρίδα μιας καλονησμεγάλης[1080] φιλησάλλης,[1081] τεϊοπαίζοντας, πλεκομένοντας[1082] ως το πρωί. Η γυμνογυνή[1083] του ιδίου στόματος ουκ εξουσιάζει).[1084]
Νυνί εν τω διαδρόμω της αμαρτάδος[1085] του, εντιμοέτοιμος[1086] να αποθάνει εν αυτή όπως εζεσέζησε[1087] εν αυτή. Καυχώμενος εν ταις θλίψεσί του, διότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή  δοκιμήν, η δε δοκιμή  ελπίδα… Η δε ελπίς θλίψιν.  Μούνικιν ο μουναχός, χωρίς εκείνη,[1088] βαριακούων[1089] και αθούρειος.[1090] Και ανερώτητος. Και το ερωτημαρίμα,[1091] πώς, ποί[1092] και τι, χωρίς να πώ[1093]-και-το-τις-εί; Τις εί Κύριε; Εγώ ειμί… ον συ διώκεις.[1094] Ο αχαμναμνός[1095] του Θεού. Α, δηλαδή ο Ιουδαγιός.[1096] Περιμένοντας, μετά λυπών, τον Ιουδαγιό; — Μήπως τον ιουδαγιοείδατε[1097] τον λεβαντινολεβεντίνο[1098] ίσκιο και τον καλό φλικ-φλοκ, με τους χοντρούς[1099] λυχνολιγνούς[1100] και χαζοσίρλευ τεμπλατέμπλ[1101] — αυτά ο φλίκ[1102] — και πενθολίγου,[1103] κλίκ. Η λύπη ανοιγήσεται, και κλακ θα μπεί ο φλίκ, έλα μ’ αιδωεδώ,[1104] θα πει ο φλόκ,[1105] χερίζοντας άπ’ όξος[1106] ένα τσιγαροτσιρότο,[1107] φλίκ-φλοκ, φλικ-φλοκ, φλικ-φλοκ, και μπαμ και κότος[1108] επί τον τόπον τον λεγόμενον Κρανίον.[1109] Κι επειτεπιταφίως[1110] θ’ αποροπούνε[1111]: τι τι ζητείτε τον παιζώντα[1112] μετά των νεκρών;
Παμπαίς[1113]  παραπεντεπεντάχρονος.[1114] Τότε και απολωλός. Πούναι το παιζιζεί,[1115] πούναι το παιζάκι μας; Τουρτοτουρτουρίζων[1116] στην κουζίνα ολοκληροκουλουροκουλουριασμένος. Ο σοκολατένιος[1117] στρατιώτης[1118] κουτομετά καθοραθείς[1119] υπό του παδέρα του. Και στης Ροδούλας τα αθλιογεννέθλια,[1120] του αγοροαπαγόρευσαν[1121] να παλιπάρει[1122] γλυκόζυμα[1123] πριν παλιδώσουν.[1124] Περιλυποπερίμενε[1125] αναποτέλεστα.[1126]  Γουνογονέων αποθηκοϋποθήκαι,[1127] φοβοαμφιβόλου[1128] σημασιαξίας.[1129] Εχυσοέχασε[1130] τα ωά και την καλαθαλάθεια.[1131] Ψεύδη[1132] κιοτηποτέ[1133]. Ψεύδη και ψιθυροψευδίσματα.[1134]Ανέωξε την θυρίδα και δεν εξεδίωξε τους ακαλαισθητοακάλεστους[1135] ως η μαδερμητέρα του είχε υποδείξει. Και ο πατεροδάρτης[1136] του και πάλι τον μαδερόδειρε.[1137] Και του πολλαπλοαπλοποίησαν[1138] κατόπισθεν[1139] περί των λυκαυγολευκαυγών[1140] ψιθυροψευδισμάτων.[1141] Το ηλιθιάλλοθι. Καυτοσαυτός αλγωναργότερα, ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί,[1142] πονοφώναξε[1143] στον πατεροδάρτη του, καθώς τον άρπαζαν μαχαιροχειρούργοι,[1144] περιτεμείν[1145] το παιδίον. Η πρώτωρή[1146] του ενθύμηση. Μη φοβού Ζαχαρία.[1147] Φοβάται, όμως, πολύ φοβάται ο Ζαχαρίας. Πρώιμος ο υιός αυτού τη τάξει και τη καρδία αυτού, και τον ηγάπων οι αλλήλοι,[1148] στη σχεδία όλοι. Τι άρα το παιδίον έσται;[1149] Το τόσον διαφορωραίον;[1150] (τεταραγμένον και καταροκαταδικασμένον[1151] να είναι αλώσιμον, θεσέλλην, άλως[1152] ή ήλος,[1153] πάντως χαριενάλλως·[1154] ένας θεσέλλην «Πουκ»[1155] τον είχε αιμοβαφτίσει,[1156] ένας θεσέλλην Ληρ[1157] πολύ μετά). Ως πρόβατον επί σφαγήν.[1158] Στας εκθειασοεκθέσεις[1159] του, πρέπει, γριφόγραφε,[1160] τ’ αντροπανθρώπινα[1161] να μείνουν αντροπανθρώπινα.  Κι ύστερα εγιν’ απόλυτος:[1162] Ο Αδάμ περιπατοπαραπατώντας[1163] έπεσεν[1164] ο άντροπος. Και φωνή μία πλέεουσαλέγουσα,[1165] ο θεάντροπος.[1166] δερνοπατερυιός.[1167] Εν αρχή εποίησεν εργοδήμιον:[1168]  «Ο Πατεροδάρτης μου». Και ίδεν ο δερνοπατήρ αυτού ότι καλόν, μετά πολλών δακρυοκρίνων.[1169] Αλλαλάχ,[1170] οπιοκατόπιν[1171]  κρένων[1172] δια το όπιόν του, τον πατεροδερνοπαρότρυνε,[1173] ινα μη πληθυνθώσι αι λύπαι και οι στεναγμοί του, ν’ αλλαξοπιστήσει.[1174] Πρωτύτερα ποδοπηδούσε[1175] στις αγυιές ελελεύτερα[1176] και τον σκυλοκυνήγησαν[1177] αγορανόμοι[1178] και του αφείλαν[1179] το τόπιτοπίον[1180] του. Και  πρινπρινπρωτύτερα σε ζάππειο παναγιοπανηγύρι,[1181] χαμενομόνος[1182] με τον θείτσο του, απώλεσε, ως την τη ψυχήν του, τρεις σοκολατοτσολιάδες,[1183] και έκλαυσε πικρώς. Τέρας που καιρού θέλοντος θ’ απολλωλαφάνιζε[1184] τον εαρευαυτό[1185] του. Λάθος[1186] του πα- και της μητρός. Πι Χι και νυν, Μι Χι, και προ του συλληφθήναι είχε την αδυνατοδυνατότητα[1187] να τρέξει[1188] όχι στο κενό. Κρείσσον γαρ εστί γαμήσαι ή πυρούσθαι.[1189] Καυτοσαυτός να πυρούται δια το πυρπρώτο[1190] και αγέγραπτο. Άρα τέρας ουδέν. Εθελουσία διέξοδος.
Τερατίδια των κεραιοκυριών.[1191] Τακ τακ η μία ηλιοσόλα μας.[1192] Προ των καραντινών. Νεαρούλης[1193] αγκυρακόμη.[1194] Αγκυρακυραπραξία.[1195] Ε τούτοι όλοι[1196] οι τζόβενοι του κόσμου[1197] σε παρατούν[1198] με το μπαμ-μπαμ της ψευδαίσθησης.[1199]