<iframe src="https://docs.google.com/document/d/1f4yMxnsKLaHgt4CXC-7guqlWRpWW-yWUg9BW8icyiTM/pub?embedded=true"></iframe>https://docs.google.com/document/d/1f4yMxnsKLaHgt4CXC-7guqlWRpWW-yWUg9BW8icyiTM/pub
Η
ΚΕΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΙ ΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ,
ΑΝΕΥΛΑΒΩΣ ΑΠΟΔΟ(ΜΗ)ΘΕΙΣΑ ΚΑΙ, ΚΑΤΑ ΛΕΞΙΝ,
ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΙΣΑ ΕΙΣ ΓΛΩΣΣΑΝ
ΕΥΡΥΧΩΡΟΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟΚΑΘΑΡΕΟΥΣΑΝ.
Πόρρω
των νυκτών.[1] Νυνί
ουδέν, αλλοίμονο.[2] Περίλυπος
η ψυχή του μέχρι ζωής.[3] Νηστικός
και πεοπένης[4] πούπετα.[5] Ο
ουραιωραίος[6] των
ουραιωραίων, κι ο τελευτωντελευταίος[7] των
μουνικανομοϊκανών,[8] με
τους οφθαλμούς βαρείς. Τα εντερεντόσθιά[9] του
γρουγουργούρισαν. Έλυσε το ζωνάρι των
σκελετοπερισκελίδων[10] του
και το πανταλυμενοπανταλόνι[11] του
μεσηστιώθηκε. Παραλίγο, κοιλιοκυρίες[12] μου
και λυκοκύριοι,[13] θα
ιουδαϊζοδιχαζόταν.[14] Με
φτου και ελελέφ.[15] Τέλος
ελελέφ. Ελελεφτελεία. Το εγνώριζε ουχί
κατά τας γριφογραφάς[16] ο
τελευτωντελευταίος των τελευταιωνελελέφ.[17] Μη
μαριαμφοβούμενος[18] και
ού πεινών ως οι μακάριοι.[19] Ουδέ
φεύγειν την σύλληψίν του.
Απαλά,
ωσάν παλίμπαις, περιλυποπερίμενε[20] τον
παδέρα[21] του
από την δουλοδουλείαν[22] του
ίνα τιμωρήσει[23] ταυτούλον.[24] Γρ.
Η οικειοκοιλία[25] του
ασθενής και το οινόπνευμα
απειροαπρόθυμον.[26] Τι
κι’ άν κατά τας γραφάς δεσμευόταν.
Ηδύνατο λάθρα αποβιωσοβιώσας[27] αποδράναι.[28] Μα
δεν ήθελε. Από την νεκρόπορτα. Τη σκάλα
του μιλανεμιλάνου[29] των
γαλέων και των δουλτσινεοδουλικών.[30] Κατόπιν
στην τεράς[31] ενώπιος-ενωπίω
με το επουράνιο[32] τέρας,
τον μέγα παπιοπίο[33]…
Εάν είχε πιεί ολιγίστως οίνον[34] εκ
Θεσελλάδος; Ή τουλάχιστον
έγλειφε[35] τον
πατερελεήμονα; …
Φοιβοφλοισβοέφηβος[36] απροκαλυπταποκάλυψε[37] πρώτη
φορά[38] σ’
Ε κ ε ί ν η πως θ’
απέθνησκε[39] χαρουμενοτζοϋσζόβενος[40] κι
Ε κ ε ί ν η, κουνιστοπινακωτη[41] κουνιστοπινακωτή,
σαν ενώτιοωτί[42] το
διαπηρούνισε από τ’ άλλο της ωτί,
μωροερωμένη[43] αηδιοαείδια[44] του
κωκωκοσμιόκοσμου[45] ετουτουτοιούτου.[46] Πολύ
μετά θυμήθηκε τα ρολογωραιολόγια[47] του
μετά θυμού (κάτι την είχε σαλπιγγαγκίξει[48]),
όταν κομπλεξτελείως[49]
τυχαία[50] δεν
αυτοτελείωσε[51]
για ‘Κ ε ί ν η. Αν είχε όμως
αυτοκτονήσει;[52] Την
πρωτοζωή[53] της
θε ν’ απόσβηνε! Κι αποτότε η πεψοσκέψη[54] της
για την εγωπραξία του έγινε πόθος[55] φλογερός
και ζωαμίνη[56] για
το μελλονμετέπειτα[57] κεφαλάντερόκουρικιουλούμ[58] της.
Γρου.
Ποίει
τας υποσχέσεις σου
Ίνα
σε σέβονται
Κ
ίνα κρατάς τας σχέσεις σου,
Γέγραπται
γρ.
Το
πρίμο ασθμάσμα[60] μας
για την μπατιροπατρίδα[61] μας,
το σκοντοσεγκόντο[62] στη
θεά πρέπει και το τριτοτυρταίο[63] για
την Ελένη.[64] Το
τεταρταίο, περίπτωση
πενθοπρομελετημένη,[65] γνώθι
αυτώ, — μακαριοκρατούντες[66]
μπροσχήματα[67] και
ηρωισορροπία[68] προ
του καινουργοκαιάδα.[69] Μπρος
γκρεμός κι όπισθεν πρηξιμοποίησις.[70] Γρρ.
Τοκ-τοκ.
Οπουθενά[71] θα
κραξοκρούσουνε[72] και
θ’ ανοιγήσεται[73]…
εντόκως εκτόκως και επιταυτεπιτόκως.[74] Θα…
Θα… Εκτός εάν ο φονοτηλέφωνος[75] λαλήσει
ντριν. Κάτι τόσον θεασθαπίθανον[76].
Θα, θεόσντε[77] και
καλά. Θα, δια τους παραπαραδίδοντας[78] ή
τον δειγμενοπαραδιδόμενον;[79] Θα
θέλουν ή θα θέλει να θέλουν; Μαραναθά.[80]
Τάλας εμαράθη,[81] Ελελευτελεύτα[82] ο
ελελευτελευταίος.[83]
Άνοιξε το κολάρο[84] του
και αερορούφηξε.[85] Μεμνομένουν[86] οι
μελαινοαιδημονοειδήμονες[87] και
οι μελιτομελετώντες.[88] Ο,
«ο» φίλιος.[89] Φίλιος
έδωκε εις φίλιον αγκαθόφυλλον[90] με
φιλοφύλλον.[91] Στέφανον
εκ φίλων και φίλιος εξ ακανθανθέων.[92]
Τουλιποτουλείπει.[93] Τη
ζωή[94] να
χάσει, τη γλυκιά
ζωή,[95] παισπαιανοσάνευ[96] φιλωνίκης,[97] αλεκτωρικώς[98] Ο
φιλών άλλον υπέρ εμέ ουκ έστι μου
άξιος.[99] Η
πίστη σεσακκοσώνει[100] μουνονμόνον.[101] Πιχί,
ο Αζώρ που σε γλειφοφιλεί[102] κι
όχι η απιαστάπιστη[103] Ελενωλένη[104] που
σε απαταγαπά[105] πουλιπολύ.[106] (σθένος
αγάπης[107] των
αγαποθανατοαμοίρων[108] μου[109] —
γιατί δεν με πιστεύεις,[110] κρετινοπιστέ[111] μου).
Και μετά η πιστοχρέωσις: τούτο εστί
το στρεμαστρωμαίμα[112] μου.
Των πολλό-ι.[113] Ονειρορεύτηκε[114] όπως
οι πολλό-ί. Σαράντα παρά μία
ηττωνετών[115]ετωήττες
όπως οι περιττοπερισσότερό-ι.[116] Ένοχοι
ζωής είμαστε. Οι οινοχόοι του
θανατοσατανά[117] θανατοθατουπούν[118]
βλασθήμιες, θανατοθενατόν[119] πτύσουν,
παριπαρειοχαστουκίσουν,[120] οι
ενοχοπολλό-ι[121] τοις
μετρητό-ις, οι
δολιογλιτσοδουλό-ι.[122] Περιγελογέμων[123] λυπών…
Προς τι; οσιοεφόσον[124] οι
πληνσυνπλησίον[125] του
τον υπερηγάπων. Συνπληνβολευτικώς.[126] Ή
αζωροζωροαστρικώς,[127] φθινοφθάνει[128] να
προχωροϋποχωροουρεί[129] η
ζωηουί.[130] Συνπληναμφιβάλλουν[131] προ
των πηλοπελωρίων[132] θεριοερωτηματικών.[133] Κι
ως χαμαντρόποι,[134] τι
το πιο ωραίον,[135] αλλαλάζουν,
κι’ υστερικοϋστερώτερα[136] στιβάζουν
ειδωλαέωλα[137] του
θεοραταόρατου[138] τα
συμβολοέμβολα,[139] κ
ιδού: ουαουαί ουαουαί[140] τοις
ηττημένοις[141] εναγεννήθη,[142] αμηνημίν,[143]
νεογναγνόν[144] πλασματάτσι,
τερατάτσι, — γρρ… Ο αγρός του
ψεματαίματος.[145]
Κ
α υ τ η σ Α υ τ ή ς,[146]
τι τι πώς
και πούθε, τι να της ηχοεξηγήσει;[147]
Αυτή που κ’ ήθελε ποτέ να τον αφήσει να
την αφήσει. Αν κι’ εγνώριζε πως τους
συγχώριζε[148] το
παρελθετωπαρελθον[149] τους.
Το περιβολοπεριβάλλον[150] και
η μαμαρίζα![151]
Τα δυο δαχτυλάδεια χωρίς κάτι.[152] Και
έτσι μόνη επικοινωνία με
σταλαγμιτοστιγμές[153] σουρουπαγγιγμάτων.[154]
Όπως τότε, τοτοτοί,[155] όταν
κλαίγοντας μαζί , σε μια ψυχή, κατά την
έκτρωσιν του χοιριδιοϊδιόχειρου[156] αυτών
πληνβόλου[157] (του
αθεράποντος[158] νίπτοντος
τας χερομαχαίρας[159]
αυτού, και μετά γελολέγοντας[160] κατ’
ιδιανιδιωτείαν[161] εις
αυτόν το αμαρτιαρτιθνησιγενές[162] άρρεν
ήτο).
Τι,τι ακαθαρτοκαθαρή[163] Τεφτεροδευτέρα![164] Πικνικεδείπνησαν[165] κλινηροκλαίγοντας.[166] Χαλβαδογιαβάς-χαλβαδογιαβάς.[167] Ηνδικός[168] της
κι ηνδική του όσο πώποτε,[169] χωρίς
αιδωεδωκεκεί[170] κύμβαλα
να τους ακομαπομακρυνοκρίνουν.[171] Δεν
το περιλυποπερίμενε[172] του
γελαγέλεγε[173] αλγειναργότερα,[174] τραγηματίζουσα,[175] εγώ,
να τεχνασματογενήσω.[176] Του
γελαγέλεγε υπερήφανα,[177] κουτοκοιτώντας,[178] μετά
σου, τον τυποχτύπον[179] των
κοιλιοήλων.[180] Μα
πλέουσα εις το πελαγάγος[181]
της δεν ήθελε να συνουσιασθοσυνευρεθεί[182] τούμπαλιν
δι έν μικρόνιον[183]
αποστηματοδιάστημα.[184] Γρρ…
Ποιος να τουτόλεγε κι αυτού πως εν καιρώ
αναψύξεως[185] θα
ρεύεται ωσάν να ήτο γαστρίμαργος
γεραιρογερνών[186] αμαρτιοθείος[187] …
το γαρ γηρατοσγέρας[188] εστί
θανοντοφθινόντων,[189] τούτο
εγώ γεγονοσγιγνώσκω.[190]
Γδουποπαιδός[191] αλάθειες[192] περιτουλοτυλιγμένες[193] με
το ανετοανώτερον[194] των
πληβόλων:[195] την
σηματoσημαιομαίαν[196] που
βυζογαλουχεί[197] γαλαγαληνοτατα-λαθηαληθηνότατα[198]
μπανταπάντα[199] τα
Πενθοέθνη.[200] Διευθύνον
σύμβολον, ανεύθυνα[201] πλήνβολα,
στροβιλοτριβολοτριβελιζόμενα[202] μεσ’
την οδύνη βαλσοπάθους[203] ανά
τους κυκεωνοαιώνας[204] των
θεοαπατεονοαιώνων,[205] αμαναμήν.[206] Αυνανεωμένες[207] γενεές…
και συ… τι τι παιφταίς[208] συ,
καυτηκιαυτή, δεν παιφταίει καυτοσκιαυτός,
ούτε καυτηκαίΚ ε ί ν η,[209] η
κατηραμένη, η ερχομένη, δεν παιφταίει
‘Κ ε ί ν η, κιουτόμως[210] κι
ο εαλωάλλος[211] που
τον ναιμενενλάδωσαν[212]…
Όλοι εθαύμασαν[213] ελαφρώς[214] ψελιζοελελίζοντες,[215]
περιλυποπεριμένουν[216] τον
γριφοσυμβολαιογράφο.[217]
Και
η θυσιοθηριοκυρία;[218]
Ελαφοθλιμμένα[219] βοαβοηθά[220] τον
θύοντά μας. Ο μπαμπάσκουμ[221] τον
μπεμπηκουμ[222] του:
λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα
μου.[223] Ηγγικενέγκυος[224] η
ώρα του νίψασθαι τους πόδας του. Ως
αλιεύς ανωσήκωσε τα ρεβερζουάρ[225] του.
Δια να είναι καθαρός όλος κατά την
σύλληψίν του. Αφοδευσοδεύθη[226] προς
καμπινέν, το
πλυνοπλησιέστερον[227] αναχωρητοουρητήριον[228] των
αντροπανθρώπων.[229] Ενωπίπιοι![230] Εμεταμετά,[231] η
καθάρσιος[232] σταγειρήτειος[233] καθαίρεσις.
Την
κεφαλήν της στρόφιγγος τού μπιντέ
περιεστραμμένης[234] η
υδρορρόη[235] εξωπετάχθη
ως πιπιπηδοπίδαξ.[236] Μπεμπέ
βα λαβέ σε πιε νταν λε λαβαμπό. Ο λε μπο
μπεμπέ. Σελ, σελ, βα λε λαβέ, σε πιε λε
μπεμπέ, κι σον σαλ.[237] Ο
μπιντές επεπλήσθη.[238] Με
πρόσωπο σοβαρό,[239] σκυφτοσκεφτόμενος,[240] έστρεφε
το ρομπινέ σαν σε
ιδεασμοσυνδυασμό[241] κιβωτοχρηματοκιβωτίου.[242] Προς
τι η απώλεια αυτή; Λυπούμενος σφόδρα
ενεβάπτισε το ακροπόδιον του
λεκανένδον.[243] Κρρύο.
Τις ο παραδούς[244] και
ο συμβουτών[245] μετ’
αυτού; Ο χαμωσιχαμένος[246]
πούς του… Συ είπας.
Οι
τρίχες των κνησμοκνημών[247] του
γλομπολάμπανε[248] ως
αστράτσια της αλατοθαλάσσης.[249]
Και οι περιπατοπατούσες[250] του
ρόζ πεντεντάφυλλα![251] Γρου,
και το εσωρουχόν του; αηδές
σι,[252] καθαρέον[253] νο.
Ανόμως έμεσε γύρω-γύρω,[254] καθώς
γρηγοροτρέχοντας[255] είχεν
εμέσει,[256] μυξιάρικο[257] ακόμη,
καταβροχθίζοντας[258] ένα
ωραιοπελώριον[259] τσουρέκιον
μετά βυτίου νεστλούχου,[260]
και εμεταμετά
μυξομούγκριζε[261] ολοκληροκουλουροκουλουριασμένος,[262] ίσως
και να καθαροκατέρρεον[263] τα
σωληνεντόθιά[264] του
και η ψυχή του που χυνόταν[265] κάπως[266] να
θεοσυλλογιζομαινόταν.[267] Γρρ.
Ματαμόσχος.[268]
Μούνικιν[269] τον
αποκαλυψαποκάλεσε[270]
Ε κ ε ί ν η πρώτη.[271] Το
φκιασιδόνομά[272] τους
έκτοτε. Και του χάιδευε, μ’ αχίλλειο
πλυνοσυνήθεια[273] τας
πτέρνας και τα ροζοδάχτυλά[274] του.
Εξ ου κι η μήνις του να τα καλοπλένει[275] συνεχώς
έτσι,[276] εναγωνίως
για την θεά να μην τα πιανινοπιάνει.[277]
Αητοκουτοκοιτάχθηκε[278] στον
θαυματοδιαδρομοκαθρέφτη.[279]
Όκουλοι[280] τσόρνια,[281] όκουλοι
βέρντι.[282] Ενελλαδάξ.[283] Κι’
όκουλι γκραντιόζι.[284] Απ’
τα όκουλι βρεγμένος, που σπινθίζουν
τρομερμένα[285]…
Ειδώλειον[286] των
οφθαλμών του, ως η ψυχροψυχή[287] των
τεράτων. Ναικαιπάλι[288]
Κ ε ί ν η πρώτη του ειδωλολάτρεψε[289] τα
όρτσι.[290] (Σου
’παν ότσι είναι[291] βέρντι;
— Ότσι!). Βέρντε γιο τε κέρο,
βέρντε![292] Ότσικτίρ.[293] Τον
θαυματοδιαδρομοκαθρέφτη του καλού κ’
αγαθού ελελεύ. Πλην οι οφθαλμοανακαλύψεις[294] του
καγαθού, θειΕ κ ε ί ν η χάριτι,
πριν τον αφρισαφήσει[295] ενοφθαλμισμένο.[296]
Γρ.
Καθρεφτορεύτηκε.[297] Τ’
αλλαζώα[298] εκτός
του αντρόπου φέβονται.[299] Γαβ!
Ναρκισοΐσως[300] λόγω
οφθαλμικών οργάνων[301] ή
επειδήναι[302] κατοπτροκατοπρέπει.[303]…
ιντεμ[304]…
ίντε ότι ουντέν ίντεν.[305] Κουτοκοίταξε[306] τις
ριτίντες[307] του.
Αυτοερωτισμός[308]
και αυτοχειριασμός.[309] Μα
τ’ αρχιδαρχεία ίδια[310] και
των ιδεολωνόλων[311] και
των κωλοπρωτοκόλλων.[312] Το
αγαποαμορτισέρ[313] μας.
Τις ει; Ο παραδιδούς αυτόν, είπε. Τις
είπε; — Σύπας.[314]
Εξωβγήκε[315] γυμνόπους[316] από
τον καμπινέ, βηματίζων, ως τορεαντόρ[317] προ
της ταυρομαχίας,[318] στο
πέρασμα[319] των
στεγνοστεναγμών.[320] Γρρ…
Αγραγρία[321] συνήθεια,[322] με
αληθή ταυρομπέρτα.[323] Αληθής
βία αρχαία.[324] Πάντοτε[325] προ
του ταυροπραιτωρίου.[326] Σικ,
αισθησιοσεξουαλικώς.[327] Προ
των ταύρων αμέσως μετά[328] ιδρωτοαναρωτιόσουν[329]…
Ταυρομαχίες … Αλληλοφαγομάρες[330]
… Άλλοία κύμβαλα, κυμβαλίζοντα,
μαλακυμβαλίζοντα,[331] κι’όχι
τόσο για τους ταυρομαχομένους,[332]
όσο για τις
καθαρματοκαρμενίτας,[333] καραμελοκαρμελίτας,[334] νιαουσινιορίτας,[335] τους
πρεζοπαριστάμενους,[336] τη
ζωντοβολοχωροφυλακή[337] και
την ηλιθιοεθνοφυλακή [338] και
όλη την εξοχώτατη[339] ποπουλαρία[340] —
που καστανιεταναστενάζει [341] σεξεξάλλως.[342] ΟΛΕ!
ταυράκι[346] τεθαράκοντα[347] ωρών;
(Ή και τ’ αμφότερα, ή και τ’ αμφότερα);
Ο ιλαροέλαφος του τωραταυρομάχου[348] με
τον ταυραύριο,[349] ή
τανάπαλιν. Τρυγοτράγο[350] μυθοθυμίζει[351] χωρίς
τρυγοτράγαινα. Αντινομίες. Τράγο και
τραγόπουλο. Παρωνυμίες, όλοι μας
ωμόμοιοι[352] κι
ομοίες τω πατρί και τω υωυιώ[353] και
τω αγίω γευματοπνεύματι.[354]
Τι έτι χρείαν έχετε μαρτύρων; Ίδε νυν
ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού. [355]
Πέπερι![356] Σκοτοπρόσκοπος[357] στην
εκκλησιοθεία,[358] πώς
και ο αγοροναζωραίος[359] ναμουναμύνεται [360] σε
σεξολεξοέξεις[361] φτουκακαπιπί[362] που
ορμονορμούσαν[363] καθετακαταπάνω[364] του
σαν σιχαμεροδιανοϊνδιάνοι;[365] Ο
σκοτοπροσκοποπαντοκράτωρ[366] τον
βληματοπροβλημάτιζε[367] κατάματα.[368] Βλέπετε,
αγρυπνείτε και προσεύχεσθε.[369] Μα
κάτσε, τι να πεις σ’
ένα[370] τοσοδουλικοντίνο[371] προσκοτίνο;[372] Συ
ο ερευνών νεφρούς και καρδίας, μα κι ο
Σατάν δεν ερευνορωτά[373] καυτοσκιαυτός[374] για
τα βοθραία μας; Θεήμαρτον[375] και
πίπιφτουκακά![376] Κι
η δίστομος ρομφαία να ριπτοΐπτατε[377] ως
αητός τριχοτρικέφαλος[378] πάν’
απ’ τον εγκεφαλοφαλλό[379] του.
Ακουέτω κι ακουσάτω παραυτικαστοαυτί[380] τι
λαλεί το Δέκα το Καλόν κι από το άλλο το
αυτιαυτίκα[381] εισχωρεισανσεχωνί[382] το
Δέκα το Κακόν. Συ το Α και το Ω. Μα
εγωμεγαυτός;[383]
Ότσι[384] το
«ο» μέγα,[385] μα
το «ο», το τόοτσο-δουλικό.[386]
Ως
νήπιος δούλος εν Χριστώ
παρεπιδημοξερνούσε[387] ως
Δάφνις επί χλόης[388] με
την κεχαριτωμένη ξανθαφέλειά[389] του,
κατά τας εντολάς του πατρός αυτού, και
την νύχτα, άφες-άφες τους φωσφορεωσφόρους
— θεοπαραμυθιαζόταν.[390] Ιησούς
Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά. Πάντα
τα σκορπιοσκορπούσε[391] δέ.
Όπως ένα ταχυβραδυβράδυ,[392]
με τη Σωσάνα[393] στην
σκάφη ολοτσίτσιδη, το
ωραιοαγόρι[394] κλειδαροτρυποκοίταζε.[395] Ηδονηδύνατο[396] εξ
ίσουιησού[397] ν’αγαποπαίζει[398] ους
εώρακε και Ον εώρακε ουχί. Από
καλοκαγαθεία.[399] Καθότι
σκύμνος.
Πλέον
λέων, και τωραταυροορίζων[400] το
ταυραύριον[401] της
Θεσελλάδος. Θες Ελλάς θες Ελλήνων θες
λεόντων (λεόντων λεόντων παμπολαπολλά[402]).
Σμερδαλεολέων[403] εις
τον διάδρομον νηστικαλγών[404] τον
βασιλικόν εξιλασμόν[405] του.
Σκωπτολέων[406] μεταξάμεταξύ[407] σκυπτολεόντων.[408] Μεριμνοπεριμενομαινόμενος[409] την
σκυλευσοσύλληψίν[410] του.
Ο παρλαρολέων[411] και
οι δεσποινιδομύς.[412]
Εμ
εσείς, παρλέ, ποντικοκυρία,[413] ποντικοδεσποινίς[414] Ε
κ ε ί ν η αρουρωραία;[415] Που
ήδη δις τον
περιτάματε,[416] άλλως[417] ψυχαροπεριτομή[418] του
εκάματε. Σεισωσγουρουνομίς[419] του
καλοκοσμιόκοσμου[420] πώς
και θα το ντροποεπιτρέψετε;[421] σκυλοβεβαίως[422] την
τωρινήν συλληψίν του, σεισωσγουρονομίς
την θωπειοποίαν[423] (βοήθει
μου τη απιστία) την δικήν σας
μητεροϋμετέραν[424] παλαισύλληψιν
ντροποαπέτρεψε![425]
Δει δη κριμάτων… Ναι, ναι, πολύ
πόνο[426] μου
προκαλεί[427] ποιός;[428] Και
χαμπέμους[429] και
μπεμπέμους[430]…
Τούστριβε ο αφελαφαλλός[431] του
με τους ασπασμοσπασμούς[432] που
εξέπεμπε από μικρός. Θέ μου τι
μυαλομοιχεία.[433] Όσοι
κλαίγομεν ότι κοινωνίαν έχομεν μετά
σου και εν σκότει περιπατούμεν, ψευδόμεθα
και ου ποιούμεν την αλήθειαν.[434]
Και
Ε κ ε ί ν η καλά λίαν, μα Α υ τ ή ,
τι, τι θα
εκίνει Α υ τ ή που τον
συγχωροδενσυγχώρεσε[435] να
την συγχωροαφήσει[436]…
Τι; Καρδιοκέρι[437] θα
λαθανάψει[438] στην
λαθεκκλησία[439] και
θα λαθολάμψει.[440] Το
λαθοπεψομεσήμερο[441] θα
λαθαριστέψει[442] γυρευομαγειρεύοντας.[443] Τη
λαθοδύση[444] λαθοσυνεμά,[445] μόνη
σε μια αγωνιογωνία[446]
και το μεγαλολαθοσάββατο[447] σ’
ένα λαθονηψονησάκι[448] εντρομεκδρομή,[449] κι
εκεί θα λαθοξαναλάμψει.[450] Λάπσους[451] φίλιοι.
Και οι φίλιοι και οι ολιγοι ζώντες; Οι
επιζώντες και μη συλληφθέντες ή οι
συλληφθέντες και μη επιζώντες;… Οι
φιλαφίλιοι[452] φίλιοι
θα κλαψολάβουν[453]
την ελπιδολεπίδα[454] καληνυχτίζοντας,[455] με
την εκθλιψοθλίψη[456] υπονομευοϋπομένοντες,[457] με
την προσευχή καταροκαρτερούντες.[458] Ευλογείτε
τους διώκοντας ημάς, ευλογείτε κι ας
καταράσθε[459]…
χαίρειν μετά χαζοχαιρόντων[460] και
κλαίειν μετά λεοντοκλαιόντων.[461] Εις
αλλά κλαιολέων[462]…
Ουτενασκανείς![463]
Ουτενασκανείς να του φονοτηλεφωνήσει.[464] Τόσα
προγευματαπογεύματα[465]…
Ω ζωή[466] …
Ω παγά[467] …
Εγώ ζω[468] …
Αγαποπήγαινε στον σατανά[469]…
τ’ απόγευμα[470]
ντεν τελεφονόν[471]…
Χαίρε ραββί και κατεφίλησεν αυτόν.[472]
Χάϊδεψε
τ’ αυτί του. Το λοβίον του. Η τέχνη
μακρά.[473] Ανουσανυπεράσπιστος.[474] Αν
κάποιος, κατά την σύλληψίν του,
αφαιρούσε[475] ένα
σκουλαρικοαυτάκι[476] εκ
των αργυριοπαραδιδόντων[477] αυτόν
εις τα αρχάς … ουδείς ο παραδούς …
λαβετε μη φάγετε… Ωτοσκόπιον.
Ωτομφαλομητροφαλλοπρωκτοσκόπιο![478] ...
Οι γυμνογυναίκες[479] του
πάν και πισωστρέφουν λεοντομιλώντας[480] για
τον ουραιωραιοκούρο[481] τους,
τον Άντζελο.[482] Αγελαδαρμαγεδών.[483] Κιόμωστίς,[484] εξεμέσων
τις, ψυχογυμνογυμναστηστίς, στην
πάλη ωμόστις, — η ανακουκλανακύκλωσις.[485] Τι
’ναι αυτό,[486] ποιες
είναι,[487] όλες
πού χρυσαλλιδοπάνε,[488] όλες
χαρωπές,[489] και
η μία ναναικουτότερη[490] της
άλλης.
Κι’
έτσι ‘Κ ε ί ν η, εκείνη την ημέρα[491] του
γιαλίγο[492] για
πάντα[493]
αντίο, δακρυχύνουσα, πήγε στον καλό και
ουραιωραιοκούρο Άντζελό της.
Τοκτοκτυπώντας[494] τα
τακτακούνια[495] της
αθυρμάθυμα,[496] δορκαδοκαρδιά[497] μπερδεμενοπληγωμένη,[498] χαιροευχόταν[499] ολόκορμα
να τον εύρουν άθικτο.[500] Ζωντανό[501]
άθικτο ή τουλάχιστον πεθαμένον, αλλ’
άθικτο.
Μαγειρεμενοκοτοσκέψη[502] δυσκοιλιοδυσκόλως[503] χεόμενη
στο φλασκί της.
Κι
όλ αυτά γιατί;
Για
ένα εν-τερντί.
Και
κλειστό κανάλ.
Κι
ο Άντζελός της, αυθάδης,[505] γυναίκα[506] ηδονή[507] και
έρωτα – έρωτα, της ερωτομουρμούριζε:[508] είσαι
η πιο όμορφη στον κόσμο[509]…
Οι ανανδράνδρες[510] είναι
ντουροδούρειοι[511] ηπιοΐπποι[512]…
βυζιά[513] μαλακά
δεν πρέπει[514] να
με πονάς[515] πάνω
στον ανθό μου[516]
Όχι
κι άλλα δάκρυα για
γιουσουρουμοπράγματα[517] γιατί
σγουραίνουν περουκοεπικίνδυνα![518]
(Άναντροι, απολαυστικοκλαψιάρηδες,[519]
θα θηλυμαίνονται[520] τας
λυποπύλας[521] των
θηλαινών[522]
δ’ ίδιοχρησίαν. – γιο και
γαμοσαγαπώ,[523]
θα πει λησμονοπλησμονώ.[524] Άρα
υπαρχοζούμε.[525] Νυνι
τίποτα.[526]
Ήγγιζε δε η εορτή των αζύμων η λεγομένη
Πάσχα.[527]
Δωδώ[528] στον
διάδρομο σαν άνεμος ανάριθμων[529] μπωφόρ
την πολυπόθησε.[530] Μημή[531] όχι
δ ω δ ώ, αμάχη καρδιοχτύπι, και η,
(ω!), μία παλαμημή[532] ν’
απλαπαλεύει βυζοδέσμια (ντροπή!),
κι η παλαμάλλη να κυλοττοψαχουλεύει.[533] (Ντροπή!)
Τρεμοστενάζουσα.[534] Τι
ποδοχτύπι! Κ’ Ε κ ε ί ν η
ναι-ενεδωσεναιδώ[535] μα
υποόρους,[536] ναι ώιμή[537]
μα με προφύλακες.[538]
Τσεπόσκαψε ανασκολόψαξε[539]
παντού, κι Ε κ ε ί ν η χαχαναρχίνησε[540] τα
χα και χου, μαζοχαθώα.[541] Άφαντοι
οι προφύλακες. Και χα και χου, — πλήρης
ασυνουσία![542] Ανικανουποίηση.[543] Έκτοτε
μεριμνούσε αγρεύων[544] στο
ξέφωτο[545] τα
κουτιά των, ίνα μη καποτοκάποτες[546] την
ξαναγελασοσείσει.[547] Την
κυνηγαγαπούσε.[548]
Τισουναιτί,[549] τισουναιτί
ο άντροπος![550] Ένα
λιλί[551] τού
από μηχανής Θεοθεριού.[552] Το
σώμα μας με τα μεμεμέλη[553] του:
η γιογιοουτοπία[554]
με τα όργανα. Και αι αιματαρτηρίαι[555] και
αι φλογοφλέβαι[556] μας
(Θλαττοθραττοθλαττοθρατ)[557] οι
παστραπαστραπτές[558] ρηχορροές
μας. Το πνεύμα μας οργανοξίφους.[559] Κι
ο εγκεφαλοφαλλός[560] μας
, ο κομπιουτερέρως[561] π’
αρποπαίζει[562] ω
την κάθε σας επιμυθιοεπιθυμία,[563] την
οποίαν εκπεμποδιαπομπεύουν[564] τα
νευράκια σας, κυρίες μου,[565]
πεοσότου[566]
γαμησογεμισθήτε.[567] Πλην
τω καιρώ Ε κ ε ί ν η δεν
γαμησογεμίσθηκε.[568] Τισουναιτί,
τισουναιτί ο άντροπος! Σκέπτομαι[569] τι
δεν έχει φευεφεύρει[570]
μέσα στους μιλιουναιώνες.[571] Και
τι δεν έχει με κανονικάνει![572]
Εργαθεία[573] κι’
εμπυράς[574] και
παπόρρους και υπερπάπυρους και
ξεσκέπαστα[575] τουτού,[576] τανκς
κι ελπιδοερπύστριες[577] και
μνημεία[578] με
αγλαοαγάλματα,[579]
ψευτοκοσμήμαματα[580] για
τις μιγάδικες[581] γενειαδογενναδογενιές![582] Ω
και τι
ουρανοκτισματοκλύσματα[583] (παινεμενενέματα),[584] ζωογραφιοθείες,[585] και
θειαγραφεία[586] σκελετών,
καταρακτοσκατάδων,[587] κλαρινοκλανιών,[588] γυμνογυμναστήρια,[589] μπαλοχοροπηδηχτάδικα,[590] αφοδευτήρια,
πουδραριστήρια,[591] χορευτήρια,
ποθευτήρια,[592] σπινσουσπανσουάρ,[593] ουρητηροκαθετήρες,
— τσίιιχλες
καραμέλες και τσιπς.
Εν
τω διαδρόμω τούτω πέφθηκε,
παιδοπαίζων[594] πίνγκ-πόνγκ
εις σουβαντιπί, ως χαριτωμένος σκύμνος,
να ενγριφωγράψει[595] μεταμυθιστόρημα[596] -
ιλισσός, που να τα λεορέει[597] όλα.
Γρ. τρομεροπαιζόπαιδο![598] Ούτε
κάν μεταμυθιστοριματακιρυάκι![599] Ως
οι τετανοτιτάνες[600] του
πευμονοπνεύματος:[601] Μπαλζάκ,
Τολστόι, Ξενόπουλος… τ’ αρωματορομάντζο[602]
μιας αποχοεποχής.[603] Σαγκαράκα-σακαράκα![604] Μανόν![605] Όλων
των αποχοεποχών. Τ’ αρωματορομάντζο
φυσούνα… — τ’ αρωμαροματομάντζο
τσουτσούνα, για μια γκούνα,[606] για
μια Ελενωλένη.[607] Κ’
Ε κ ε ί ν η μεριμνούσε κ’
ετύρβαζε περί πολλά.
Κι’
Α υ τ ή τι μιατιμία[608] και τι αξία
εστί![609] Παριπατούσα
μούνη[610] νυν,
καλντεριμοέρημη[611] σε
μια νησίδα αφελασφαλείας[612] λαγναγνοώντας[613] την
μοναξία[614] της
ή τι την άφησε να τον άφήσει, — ποιόν;
μήτε καυτοκιαυτό[615] το
σάφησε[616]…
Ίσως ν’ αποσαφήνιζε τον μισό, μισό
μισού, μισώντας τα μισά που δεν εσάφησε.
Κι έτσι μουνήρης[617] όπως
πάντα. Α λάθη. Η μοναξία μας
χαραζετοχαρίζεται[618] όταν
ο τις που
εορτορωτεύτηκες[619] σε
αποφυσησαφήσει,[620] μέχρι
ονέος
τις σε
πλησιάσει. Τις τις; Το δαιμόνιον.[621] Όπου
γαρ εάν η το πτώμα, εκεί συναχθήσονται
οι αετοί.[622]
Λυμενοπεριμένοντας[623] το
αητούλι του, ακούγοντας[624]
τις πτερυγοκραυγαυγές[625] του
πουλιπολυούχου[626] της
Θεσέλλας: Φοινικονενικήκαμεν,[627] φοινικονενικήκαμεν…
Χωρίς ηλιασωσοναυτόν[628] κ’ούτ’
έναν[629] ιδιοχρηστοχρήστο[630] πυροπροδότην,[631] να
τον χαιρεραββιχαιρετίσει[632] καταφιλώντας
τον… Μοναχοαητός προ των πυλών, και το
παλιθνήσκον[633] παλιερθονπαρελθόν, [634] ωθωποθών[635]
θανήν αιώνιον.
II
Προ
των πυλολυπών.[636] Ανοίγοντας
δρόμο από τη μήτρα. Αγκούπεπε.[637] Γρρ.
Μόσχος ασίτευτος.[638] Αμ…
αμ…[639] Η
πρωτητούτη φρούτη[640] γλειφωλέξη[641] του.
Τουρκοαπρεπώς και
μοιχοφρυδοφροϋιδικώς.[642] «Μουνομάμ.»[643] Μ’
όλη τη μουνοσυνουσιοσημασία[644] της
γλειφωλέξεως. Εντροποντροπή.[645] Εν
αρχή δη,[646] ο
σεξολόγος, ο πεΐατρος.[647] «Αμ»,
και μετά: μαμ, και μπαμ, μαμάμ και μπαμπάμ.
Θεέ μου.[648] Ένα
άσπρο φρατζολάκι μωράκι.[649] Κι
η μαμή[650] τουνελέλεγε,[651] στη
μωροτόκο:[652] χαίρε
ευλογημένη συ εν γυναξί,[653] ο
μωρομοιραιωραίος[654] σου
αββασαδώρος[655] θεναγένει[656]
και της πρεβείας[657] αυτού
ουκ έσται τέλος. Και το παιδίον ηύξανε
και κρεατωνόταν,[658] με
πνεύμα σοφίας πληρούμενο.
Εγδερνοκηδοκυβέρναγε,[659] τω
καιρώ εκείνω, ο
μεγαλογελοίος[660] κυβερνητοκηδογδάρτης,[661] ο
υπό του λαού
επωαζονομαζόμενος:[662] εσχατοσκατόψυχος.[663] Και
η θεσελλαδική γραία, με τη νεολαία[664] της
μπροσταπισωπήγαινε[665] των
αριοπάγων[666] τηκωμενοκωλωμένων.[667] Και
το γαρ μόττο του μωρωλογούντος[668] λαού
μια κλούβια ντάτα[669] του
ουσταυγούστου[670] βρωμεροτετάρτη,[671] μεταξυμεταξά[672] επαράτου
και τουλιόντα.[673]
Και
Ε κ ε ί ν η όχι ακόμη γεννημένη,[674] παρθένα
άτακτη να γενεί. (Ούτε ΄ Α
υ τ ή, η χαριτοβρυτοτοξότης[675] —
τι όμως να τοξοξεύρει:[676])
Η υμενοπάρθενος, που πεόπρεπε[677]
να γυναικογίνει[678] αντροαντεροβγάλτρα,[679]
παιζοπουτσοπνίχτρα[680],
ασκουμένη παναΐα,[681] και
ωραία και εταίρακλπ[682] που
— μ’ αυτό είναι μια άλλη Τροίοϊστορία[683] —
θα παρθενόσπερνε[684] ποδολόγυρά[685] της
νεοπτολεμολαιμοπολεμους.[686] Γρρ.
(Οι τρισχάριτες, οι τρισαγιομάγοι,
το τριαδοάδειον[687],
η μαγειοαγία [688] τριάς,[689] τρικολόρε,
εντιοτρία,[690] εντιοτρία,
εντοτρία… Εν αρχή ην το τοτρία.[691] Το
τρία, ή το εγωηναμήν;[692] Η
κοκοτακότα[693] ή
το ωονόν;[694] Εγωκιαυτοκαισύ[695] εις
πάντας τους αιώνας. ΑΜ[696] ήν,
Α.Μ.[697] ήν,
αμήν). Αμ, Α υ τ ή , ανεμωναμόνη[698] να
τοξευειξεύρει όμως τι;
Και
συ κρεατούμενον[699] αγοριαγγούριον[700] που
μοναχοπαραμόνευες,[701] από
τις μπαλκονονίστρες[702] σου
και του θεουρανού[703] τις
θεαταράτσες[704]
των άλλων τα μπαλκονοκόσμια[705],
τα τριχωτά αγυιόπαιδα[706] να
ποδοπαίζουν[707] στην
ανάσφαλτο[708] ,
κρατώντας τσίλιες[709] για
ξινό[710] αστειοαστυνόμο.[711] Από
κάτω, οι αδελφοφίνοι[712] να
χαζοκαγχάζουν[713] μαραζιόζοντες,[714] ανωκάτω
στα στηθαία, βυζοβίκιαπεναντίας[715] τοις
μπαλονομπαλκονίοις[716] των
Λιλιδρωμενομποουτίων[717].
Κι από πάνω η πανύψωλη[718] Ροδούλα,
με μπαμτρελελέ[719] κ’
ελιαελαδές[720] στο
μακροπηγουνό της. Μετριασυμμαθήτριά[721] του
τότε στο δημιοδημοτικό.[722]
Επταετής.[723] Και
η εκθεσοεκθείασίς[724] του
περί των θειοαγαθών[725] του
τσεπώματος[726] βαρβαροβραβεύθηκε.[727] Και
αγορεύει βέβηλα, κι επιστέλλει[728] την
αστραποζωή[729] του
με την Ε.Β.Α.[730] του.
Κι ο πατεροδάρτης[731] τού
λαού του παινεψοέγραψε[732] αλογογράφοντας[733] αυτός
ο ίδιος. — Αν δεν μίμουν,[734] ω
τιμήμουν τι αλίμου[735] θεναήμουν.[736]
(Τι, τι, Τοξέυτρα
μου τι αλί σου θε να ήσουν; Και συ
αειπορνοπαρθενονένα[737] μου
τι αλί μου θεναήσουν!).
Κι
ο εφταετούλης;[738] Σχολειοσκολιωμένος,[739] μετά
της δενοδέουσης[740]
αντισυλληπτικότητος[741] πυτιριδιασμένων[742] γενειογεννάδων,[743] ονειρωξονειρευόταν[744] Μεγαλέξιους,[745] Περικλοκλέη,[746] και
μετά Μεθοθεμιστοκλεοκλέη.[747] Πεθαινενάταν[748] ένας
Θυσιοθησέας,[749] ένας
Μειραξλής,[750] ένας
Προμηθεοπρομηθευτής.[751] Πρωτύτερα
Ποσαϊδωνποσειδών,[752] Ένας
Δεοσδίας.[753] Πρωτύτερα:
Χωροχρονοκρόνος.[754] Μα
παντοτεντονώτατα[755] και
ορθοδοξόχρονα:[756] Θεσσαλέλλην[757] εθνοχριστιανός,[758] ή
το πολύ Ναζωροεβραίος,[759] και
νουνεχοσυνεχώς[760] εθνομυαλωμένος.[761] (Εθνούχος[762] πηδοποιητής,[763] πενθοεθνούχος[764] χηρασήρωας,[765] μέγας
ευγευεργέτης[766]).
Και κουτοκοιτούσε[767] μ’
εθνούχα[768] δεμεμενοπαλιγγενεσία[769]
τον εθνοφαλλόν[770] του,
εθνουχιζόμενος[771] αιδοία[772] του
Παριπειραιώς[773] —
ου μην αλλαλί,[774] ο
Πάρις Τουρκοτρώας[775] ήν,
κι όχι Θεσέλλην, γιαυτογιαόλα[776] τόσον
ευτρωτοευάλωτος.[777]
Εθνοθυμάται [778] την
παππουθανήν[779] τού
μητραμητρόθεν[780] παπούα
του που τον θεοπαμύθιαζε[781] με
βουλγαροκτονοκτήνη[782] και
καραμελοκυριοκαμελίας.[783] Οι
συγγενογουνείς[784] κηδόμενοι
αυτού ως κηδεμόνες τού κηδίστου,[785] δεν
τον άφησαν να έλθει στο κρυονεκροταφείο.[786] Για
να μείνει αυτός με την υπερυπερεσία,[787] ο
τετραετησαρίων[788] και
η υπέρτροφος τροφός Σωσάνη, και για να
μην πλοηγοπληγώνει[789] την
ψυχουλοδούλα[790] του.
Και παρκεκαθησανέθυσαν[791] και
παιλαιψάστραψαν[792]
και χνουδοπαιχνίδισαν[793] αφελέστατα,
ένεκα του γελασθήναι.[794]
Οι δε περιλυποπεριλειπόμενοι[795] καφεκονιακωμένοι[796] και
σπίτι αφεντοβρεφοβρεθέντες,[797] και
κακούσαντες[798] τους
μάλωσαν για τα γέλια τους. Προς τι; Είπε
σ’ αυτούς ο τετλαετής.[799] Δεν
τραγουδά ο παπούας[800] του
που ήταν στον παπουαπαράδεισο;[801]
(χαρουά,[802] χαρουά,
χαρουά)! Κ’ οι συγγενογουνείς απόρησαν,
ο δε πατήρ αυτού, διετήρησε πάντα τα
ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτού.[803]
Ο
7ος Νάνος, το
λιγολογοτεχνικό[804] πρόωρο[805] ψευτώνυμο[806] στη
Διαθλοδιάπλαση[807] των
παμπαίδων. Το πιερότο πήδημα
απορρίψασπλέον.[808]
Ενώ στ’ άυτί,[809]μιας
συμτρομετριοσυμμαθητρίας[810] του,
βιομηχάνου κόρης, που
εκκρεμοκρεμώντανε[811] βρωμοκιτρινίλες[812] με
ενώτια, βαρβαρορεύτηκε[813] και
μετά πλουσίων αιωνόνων,[814] ανκιασχέτως[815] κι
όλο ήτον ανθολογιοκλοπή[816]
καταχρηστικοχριστοκατηχητικού[817] περιόδου.
Γρρρ.
Ονειρορεύεται[818] κι
εθνοθυμάται.[819] Αλαχαλλόμως,[820] ουτιδανοσουδείς[821] τον
ομιλιοσυναγωνιζόταν[822] εις
την παπαδογελοιαπαγγελίαν.[823] Ένας
λοχαγογιός[824] λυποαταχτολιποτάχτησε[825]…
Η θηριόζα[826] μητεροτέρας[827] που
αγνοεί το κανακαροκαναρίνι[828] της,
εθνοπενθοκαπηλικώτατα.[829] Χηρωνχειροκροτήματα.[830] Της
αδικής[831] του
μαδερμητέρας[832],
να ακροάται πλήρης δακρύων.[833]
(Θεσελλάδα.
Καφεψείονκαφενείον[834] ολυνυκτίων
εφημεριδοΐδιων.[835] Το
μωροωραίον
βυζαινονελλασχωρίον.[836] Δικαστεσαστείοι,[837] πληνηγόροι,[838] οιστροστρατηλάτες,[839] παθολογολόγιοι,[840]
εμιγκρεδογέρονιες[841] παλινοστούντες,[842] κιόλοι[843]-κιόλοι,
επεσονέπαιζον[844] υπέρ
πατριδοπαρτίδος[845]).
Κι
ο μικροκρέος,[846] θαυμάζει[847] των
μεγακάλων[848] την
σχολειοσκολίωση,[849] μουμιομιμούμενος [850] παιδάξια[851] τις
γεροντοχειρονομίες[852] τους,
αναγνώθοντας[853] με
μανία Βουκεφάλες, και υστερικοϊστορίες[854] μ’
αιμαμαρτίες,[855] κι’
αλητισμοαθλητισμό,[856]
δια το νουτουκαιτοσώμα,[857] πατριοπροετοιμαζόμενος[858] δια
το θησαυροθυσιοαύριόν[859] του.
Συμπαραθέριζον
δε, τω καιρώ εκείνω, και απατοπεριεπάτουν[860] μετ’
αυτού, ασχημοχυμώδεις[861] νιοντοκόρες[862] κι
ένας σπαρτιατοάρτιος[863] δημιοδημογράφος[864] και
βουνογουνογνήσιος[865] πηγοποιητής,[866] ομηροήρωας[867] μετέπτα,[868] και
αιξεκτούτου[869] σφαιροκυλισθείς.[870]
Στη
χαριτόβρυτή μου Ατθίδα[871]
Εγώ,
ο Σπαρτιάτης, τάδε γράφω:
Ευμορφώτερη
δεν είδα…
Θα
το κράζω ως τον τάφο.
Και
η αγαπομορφώτερη[872] χαμογελούσε[873] χηνοχαχανίζοντας[874] στον
ευρωτοευρύτατο[875] κρουσταλοπηγοποιητή.[876] Και
ο μέλλων μηνύων Σεξέκτωρ,[877] χάιδευε
την πτέρνην μιας κατσικοδελφινοεξαδέλφης[878] του,
ωσάν αυτιοκατσίκι[879] αιγοαιγιοπελαγίτικο.[880]
Ωχουωραίον[881] χωριουδάκι,
αγιογραφιώτικο,[882] σπονδυλάκι
αρθροκυρίαρχον[883] του
Πενθοέθνους. Σσσσσφύρα, ορέΓιάννη να
γένεις Τζώναρος, να διείς
ρεστωρανπροκοπή,[884] και
να γερνογυρίσεις[885] με
κυνηγοδολαριοποδάγρα[886] στο
χωριό[887] σου!
Και
ο Μπούλης πρόκοβε εν σοφία ηλικία και
χάριτι. «Μαργούλα Μαργώ».[888] Στον
κληρωνοκλήδονα[889]
για τις εμετοεξετάσεις.[890] Δευτεροπαρουσία
γουνέων. Και τ’ απρόγευμα[891] τέιον
ομορφοτέιον[892] στο
σπίτι[893] ενός
κοτσιδοκοριτσακίου.[894] Κι
εθαύμαζαν πάντες την περίσσειαν της
χάριτός του, δια τους αυτοσχεδιοπαιδισμούς[895] του.
Ο μικρός[896] έχει
ταλέντο[897] α
λα[898] Σουρή,[899] διαλόγησε[900] μία
κυλία,[901] ποθοθωπευοντάς[902] τον.
— Έα, τι ημίν και σοισόι;[903] …
(τι το κενοκοινόν[904] εσού
και της Εκάβης;) Εκλανοκλαιγε[905] με
το πικροπαραμικρό.[906]
Φοβούμαι ότι αυτό το παιδί[907] θα
γίνει[908] μεγάλος[909] μαλαρμέ[910] στη
ζωή.[911] Μακαβριοαυριομακάριοι[912] οι
κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε. [913]
Κι
ο επαρχιακορχικός[914] θεαθείασος,[915] με
τ’ απλωμενοπλυμένα
απλυμενοάπλυτα[916] πεσαπέξω[917] του,
κι η ξανθογκρίζα[918] πριμαντοναήδόνα[919] του
με τις ομορφομπλέ[920]
τσιμπλοβλεφαρίδες[921] της
— ύπαγε οπίσω μου Σατανά, και έξελθε ω,
κακόν τελώνειον! Κι ο γιούδας τού
τελειοτελώνη[922] να
γλείφεται, σαλιωνονελεώντας[923] τις
νυχτοθείες[924] λαθραθώα,[925] μια-μία
τις φοκοφώτο[926] μοντάζ
της, καυτοαυτοϊκανοποιούμενος.[927] Στο
σουαρέ[928] ο
Ντιμιτράκης ήτο μόνος και ονειρευόμενος[929]…
Κ’
Ε κ ε ί ν η πουτούλεγε πως ποτέ της
δεν συννουναισθάνθηκε[930] τσουούτως.[931] Μουν’
νυν ένοιωθε μόλις τ’ είναι
αραποκαταραγάπη,[932] (Ερωταγαπώ [933] —
κολομβοσκέφτηκε[934] —
σημαιμαίνει[935]:
ερωταγαπιέμαι[936] λιγωνομελιγώτερα·[937] θεοθυσία[938]).
Παναδαής,[939] πρωτοχειλοφιληθείσα,[940] ετρομοκρατήθη,[941] δια
το κρινοκριθήναι[942] και
το φιλογκάστρωμα.[943] Εντροπηντροπή.[944] Κουτομετά
από τις σινεσυμμαθήτριες,[945] μα
και από τη μαμά[946] μαμαέμαθε[947] την
ολαλάθεια.[948] Και
την αγγελιαγγελική[949] ελγινογύμνια[950] τους,
τη θαύμαζε, αδυνατούσα πώς να το πιστέψει.
Και οι γαρ αμαρτωλοί τους αγαπώντας
αυτούς αγαπώσι.[951]
Καυτή
Α υ τ ή , τούπε τίποτα,[952] τιποτότατα.
Τον ερωταγαπούσε απορημενορευομένη.[953] Καυτός
αυτός, τι τι να
της ατοποπεί;[954] Αγαποπεθάνω[955] να
πεθαίνω.[956]
Δει
τον ποιητήν πονείν
Και
αναχωρείν το νυν.
Τεσσερακαικονταετοηττων.[957] Γρρρ.
Φοιβοφλοισβοπροέφηβος[958] στον
αιμαφονοπόλεμο [959] φοβότανε[960] το
τελελέφ, άνοιξη. Σ’ αμπρί ουτεναμήνα,[961] με
τη Ροδούλα ομορφούλα,[962] με
τα βυζιά[963] της
να εξέχουνε[964] με
προσκλησοπρόκληση.[965] Μπαμπούμ,
μπαμπούμ. Προεαμετοιμασία.[966] Δηναμοαντίσταση.[967] Κι
η
τοσοδουλαδούλα[968] εφημεριδομαρίδα[969] αντιστάσεως:[970] Θεσέλληνες
μυαλωθειτενωθείτε·[971] Θεσελλάς
των πέντε παπυροηπείρων,[972] νουσνύν[973] υπέρ
ποντωνπάντων[974] ο
αγχαγών.[975] Και
μια μικραγγελισαγγλίς [976] τον
πρόσεξε μεταβαϊωνμπαίνοντα[977] εντός
καυτοκινήτου,[978] κι
εκείνος εκοκκίνησε[979] ως
πιπεροπροδότης.[980] Ασθμάσμα[981] αυτοκινηταυτοκτονίας,[982] το
βλημαβλέμμα[983] τής
ωραιοτελευταίας[984] Βαβυλωαλβιώνος.[985]
Ποτέ
του δεν τον εγκατέλειψε η τύψη
Που
του τυχ’ έν’ απόγευμα να σκύψει
Για
νά ’μπει σ’ ένα ξένο αυτοκίνητο
Ενώ
μία αγγλίς με βλέμμ’ ακίνητο
Του
θύμιζε πως ο λάος του επεινούσε
Ενώ
αργά το τζιπ εξεκινούσε.
Τας
συμβουλοβολάς[989] που
ενεδιδέδινε[990] αλγωναργότερα.[991] Στο
ντιβάνι της, μοναδική,[992] ενώ
άφες Ε κ ε ί ν η ς σπονδυλική
στήλη,[993] σιγανοψιθύριζε,[994] πώς
δεν πρέπει να πηγαίνει[995] στο
ξενοδοχείο[996] με
τους ντιοθείους[997] ιταλιάνους,
μάμα μία άδικο,[998] κι
ας ήταν με την φιλεναδίτσα[999] της.[1000] Και
μη λέγοντας πια άλλα, το αριστερό του
χέρι[1001] ακουμπούσε
τη σπάλλα. Ιταλιάνοι όλοι ναπολιτάνοι,
σκαμπρόζοι, σκανταλιάρηδες[1002] τη
συμβουλοβόλευε.[1003] Πρωτανώτα[1004] υπνοτέντωσε,[1005] και
μετά όχι πιά παρθένα.[1006] Κ’
Ε κ ε ί ν η, ματοστριφογυρίζοντας,[1007] τον
ακουοσκούνταγε,[1008] μα
τίποτα[1009] δεν
έστρεφε και τίποτα δεν εκίνει.
Πρώτος
την ονομοιονόμασε[1010] «Ε
κ ε ί ν η», ο καθηγηταγορητής[1011] της
των Νεαρών,[1012] σ’
ένα πιομαποίημά[1013] του,
που της το ’χωσέχυσε[1014] στο
τετράδιον[1015] μέσα.
Ο τίτλος; σκατασκέτα[1016] σ’
Ε κ ε ί ν η.
Ω,
Θε μου, ας είχα,
Σ’
ένα βιβλίο
Και
μια σου τρίχα!
Τα
ματια κλείω.
Κόρη
φλογάτη
Μη
μου κακιώνεις,
Θα
σου πω κάτι:
Αχ,
με πληγώνεις!
Ωσαν
πατέρας
Να
σ’ αγκαλιάσω,
Μη
με πεις τέρας.
Ωχ,
τα φιλιά σου!
Ναι,
δεν κοιμάμαι
Όλα
τα βράδυα,
Και
σε θυμάμαι,
Με
χέρια άδεια…
Πιωμαποίημα,
της πινωνεποίει[1017] φεύγοντας[1018] αυτός,
μ’ εμετοέντονη[1019] την
επίδραση[1020] της
παλαμίας.[1021] Ζουλουζήλιες,[1022] ενόμιζε
’Κ ε ί ν η, ρουφώντας τα εκατό πιωματοποιήματά
του, που της χεροχάρισε[1023] εν
όλω. (Ουδείς πιών[1024] παλαιόν,
ευθέως θέλει νέον)[1025].
Το τελελευταίο[1026] του
της το εφηβαιόχυσε,[1027] ελελελεύτερα.[1028]
Τ’
είναι η ζωή; μια πράσινη σπορά·
Και
συ… ένα σπασμός… σπαρτάρισμα,
Μέσ’
τα ασπηρούνιστα ζεστα σπαρτά…
Ωραία
σα σπαρτιαάτισσα μικρά,
Έλα
να σπαρταρίσουμε μαζί…
Κι
ο σπόρος μας θα σπείρη
Το
ομορφότερο σπυρί.
Κι
Α υ τ ή, τι εννούκανε[1032] Αυτή;
Α υ τ ή ’χε από έναν καθηγηταγορητή της
των μαθητριοφυσικών[1033] (κι
όπως του δειλοδιηγήθηκε[1034]),
που την συμβουλοβόλευε[1035] να
’ναι νορμαλική,[1036] χωρίς
νευροακράτεια·[1037] καυτή
Α υ τ ή, επαναστατοσηκωθείσα,[1038] τον
χαστουκοτουφέκισε[1039] αποβληθείσα.
Κι έκτοτε μετάλλαζε[1040] σχολεία
σαν κασκόλ.[1041] Κι
αποβυζομυζούσε[1042] τα
πιωματοποιήματα του εθνοθείου[1043] της
για τη Θεσελλαδίτσα και το
αχουροχωριουδάκι[1044] κι
όλη την μαλακοπαλλακεία[1045] του
ως σακχαρουχοκρίνο[1046] νουνού.
Και τας Κερικυριακάς,[1047] παγωνοπάγαινε[1048] στην
εκλυσοεκκλησία[1049] να
κυριελεησονελεηθεί[1050] μα
μετ’
αμετανοητανοήτων[1051] κηριοκυρίων[1052] αγιοπαγίας[1053] κενοκρανοκοινωνίας,[1054] φοβουμένη
το μικρόν ποίμνιον.[1055]
Παλιριγησογύρισε.[1056] Ταβανόθεν[1057] απαιδοάπας[1058] ο
ουρανός. Ανεώχθη δε το στόμα αυτού
παραχρήμα, και η γλώσσα αυτού κι ελάλει
ευλογών τον Θεορατοναορατονθεόν.[1059]
Πάλαι – ποτέ· τώρα – ποτέ,
χεροπροσευχόμενος[1060] δια
την επαναστησανάστασιν[1061]
των νεκροκρύων αιματαναιτίως.[1062]
Και
η ονειροσονάτα[1063]
του Κρώυτσερ,[1064] ελλαδοεναλλάξ[1065] με
το πονγκ πινγκ, του
εγκρατοκρατούσε[1066] συντροφιοθεία[1067] τις
αωρώρες[1068] που
δεν ουροθεωρούσε,[1069] του
αμέλανος[1070] ζωμού
βαριδοβαρύνοντος[1071] τους
ωσανόρχεις[1072] του.
(Ντου γιου μπιλίβ ιν
λάβ;[1073] Ερωτερώτησε[1074] αλγειναργότερα
μια αγγελαγγλίδα[1075] ζουμεροδίς.[1076] –
γουελ γουέλ…[1077] Μα
πριν καλομιλήσει[1078] τρίς
αυτός, η μικρομοιραία[1079] αγγελαγγλίς
επήγαινε στη γλυκεία πατρίδα
μιας καλονησμεγάλης[1080] φιλησάλλης,[1081] τεϊοπαίζοντας,
πλεκομένοντας[1082] ως
το πρωί. Η γυμνογυνή[1083] του
ιδίου στόματος ουκ εξουσιάζει).[1084]
Νυνί
εν τω διαδρόμω της αμαρτάδος[1085] του,
εντιμοέτοιμος[1086] να
αποθάνει εν αυτή όπως εζεσέζησε[1087] εν
αυτή. Καυχώμενος εν ταις θλίψεσί του,
διότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται,
η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή
ελπίδα… Η δε ελπίς θλίψιν. Μούνικιν
ο μουναχός, χωρίς εκείνη,[1088] βαριακούων[1089] και
αθούρειος.[1090] Και
ανερώτητος. Και το ερωτημαρίμα,[1091] πώς,
ποί[1092] και
τι, χωρίς να πώ[1093]-και-το-τις-εί;
Τις εί Κύριε; Εγώ ειμί… ον συ διώκεις.[1094] Ο
αχαμναμνός[1095] του
Θεού. Α, δηλαδή ο Ιουδαγιός.[1096] Περιμένοντας,
μετά λυπών, τον Ιουδαγιό; — Μήπως τον
ιουδαγιοείδατε[1097] τον
λεβαντινολεβεντίνο[1098] ίσκιο
και τον καλό φλικ-φλοκ, με τους
χοντρούς[1099] λυχνολιγνούς[1100] και
χαζοσίρλευ τεμπλατέμπλ[1101] —
αυτά ο φλίκ[1102] —
και πενθολίγου,[1103] κλίκ.
Η λύπη ανοιγήσεται, και κλακ θα μπεί ο
φλίκ, έλα μ’ αιδωεδώ,[1104] θα
πει ο φλόκ,[1105] χερίζοντας
άπ’ όξος[1106] ένα
τσιγαροτσιρότο,[1107] φλίκ-φλοκ,
φλικ-φλοκ, φλικ-φλοκ, και μπαμ και
κότος[1108] επί
τον τόπον τον λεγόμενον Κρανίον.[1109] Κι
επειτεπιταφίως[1110] θ’
αποροπούνε[1111]:
τι τι ζητείτε
τον παιζώντα[1112] μετά
των νεκρών;
Παμπαίς[1113]
παραπεντεπεντάχρονος.[1114] Τότε
και απολωλός. Πούναι το παιζιζεί,[1115] πούναι
το παιζάκι μας; Τουρτοτουρτουρίζων[1116] στην
κουζίνα ολοκληροκουλουροκουλουριασμένος.
Ο σοκολατένιος[1117] στρατιώτης[1118] κουτομετά
καθοραθείς[1119] υπό
του παδέρα του. Και στης Ροδούλας τα
αθλιογεννέθλια,[1120] του
αγοροαπαγόρευσαν[1121] να
παλιπάρει[1122] γλυκόζυμα[1123] πριν
παλιδώσουν.[1124] Περιλυποπερίμενε[1125] αναποτέλεστα.[1126]
Γουνογονέων
αποθηκοϋποθήκαι,[1127] φοβοαμφιβόλου[1128] σημασιαξίας.[1129] Εχυσοέχασε[1130] τα
ωά και την καλαθαλάθεια.[1131] Ψεύδη[1132] κιοτηποτέ[1133].
Ψεύδη και ψιθυροψευδίσματα.[1134]Ανέωξε
την θυρίδα και δεν εξεδίωξε τους
ακαλαισθητοακάλεστους[1135] ως
η μαδερμητέρα του είχε υποδείξει. Και
ο πατεροδάρτης[1136] του
και πάλι τον μαδερόδειρε.[1137] Και
του πολλαπλοαπλοποίησαν[1138] κατόπισθεν[1139] περί
των λυκαυγολευκαυγών[1140] ψιθυροψευδισμάτων.[1141] Το
ηλιθιάλλοθι. Καυτοσαυτός αλγωναργότερα,
ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί,[1142] πονοφώναξε[1143] στον
πατεροδάρτη του, καθώς τον άρπαζαν
μαχαιροχειρούργοι,[1144] περιτεμείν[1145] το
παιδίον. Η πρώτωρή[1146] του
ενθύμηση. Μη φοβού Ζαχαρία.[1147] Φοβάται,
όμως, πολύ φοβάται ο Ζαχαρίας. Πρώιμος
ο υιός αυτού τη τάξει και τη καρδία
αυτού, και τον ηγάπων οι αλλήλοι,[1148] στη
σχεδία όλοι. Τι άρα το παιδίον
έσται;[1149] Το
τόσον διαφορωραίον;[1150] (τεταραγμένον
και καταροκαταδικασμένον[1151] να
είναι αλώσιμον, θεσέλλην, άλως[1152] ή
ήλος,[1153] πάντως
χαριενάλλως·[1154] ένας
θεσέλλην «Πουκ»[1155] τον
είχε αιμοβαφτίσει,[1156] ένας
θεσέλλην Ληρ[1157] πολύ
μετά). Ως πρόβατον επί σφαγήν.[1158] Στας
εκθειασοεκθέσεις[1159] του,
πρέπει, γριφόγραφε,[1160] τ’
αντροπανθρώπινα[1161] να
μείνουν αντροπανθρώπινα. Κι ύστερα
εγιν’ απόλυτος:[1162] Ο
Αδάμ περιπατοπαραπατώντας[1163] έπεσεν[1164] ο
άντροπος. Και φωνή μία πλέεουσαλέγουσα,[1165] ο
θεάντροπος.[1166] δερνοπατερυιός.[1167] Εν
αρχή εποίησεν εργοδήμιον:[1168]
«Ο Πατεροδάρτης μου». Και ίδεν ο δερνοπατήρ
αυτού ότι καλόν, μετά πολλών
δακρυοκρίνων.[1169] Αλλαλάχ,[1170] οπιοκατόπιν[1171]
κρένων[1172] δια
το όπιόν του, τον πατεροδερνοπαρότρυνε,[1173] ινα
μη πληθυνθώσι αι λύπαι και οι στεναγμοί
του, ν’ αλλαξοπιστήσει.[1174] Πρωτύτερα
ποδοπηδούσε[1175] στις
αγυιές ελελεύτερα[1176] και
τον σκυλοκυνήγησαν[1177] αγορανόμοι[1178] και
του αφείλαν[1179] το
τόπιτοπίον[1180] του.
Και πρινπρινπρωτύτερα σε ζάππειο
παναγιοπανηγύρι,[1181] χαμενομόνος[1182] με
τον θείτσο του, απώλεσε, ως την τη ψυχήν
του, τρεις σοκολατοτσολιάδες,[1183] και
έκλαυσε πικρώς. Τέρας που καιρού θέλοντος
θ’ απολλωλαφάνιζε[1184] τον
εαρευαυτό[1185] του.
Λάθος[1186] του
πα- και της μητρός. Πι Χι και νυν, Μι Χι,
και προ του συλληφθήναι είχε την
αδυνατοδυνατότητα[1187] να
τρέξει[1188] όχι
στο κενό. Κρείσσον γαρ εστί γαμήσαι ή
πυρούσθαι.[1189] Καυτοσαυτός
να πυρούται δια το πυρπρώτο[1190] και
αγέγραπτο. Άρα τέρας ουδέν. Εθελουσία
διέξοδος.
Τερατίδια
των κεραιοκυριών.[1191] Τακ
τακ η μία ηλιοσόλα μας.[1192] Προ
των καραντινών.
Νεαρούλης[1193] αγκυρακόμη.[1194] Αγκυρακυραπραξία.[1195] Ε
τούτοι όλοι[1196] οι
τζόβενοι του κόσμου[1197] σε
παρατούν[1198] με
το μπαμ-μπαμ της ψευδαίσθησης.[1199]